Ο ποταμός Νυαμπαρόνγκο, της Fanny Schertzer

(δικαιώματα)

















22 Μαρτίου 2010

Η Έλξη της Ζωής

Pieter Bruegel. Η παραβολή των τυφλών (Olga's Gallery)


Ο Ένας: Ολη μέρα ο Θεός γυρνάει τον κόσμο. Ομως το βράδυ έρχεται εδώ να κοιμηθεί.
Ο Άλλος: Που και που βλέπει εφιάλτες. Κάθε φορά που ο κόσμος αλλάζει σχήμα.
Ο Ένας: Κι’ έτσι γράφει την Ιστορία;
Ο Άλλος: Οχι. Το παλίμψηστο είναι γιά μάς. Μισές αλήθειες που σβύνουν τις άλλες μισές, ένας λόγος λειψός γι’ αυτή την ορμή, την Ελξη της Ζωής που μάς φέρνει στον Θάνατο.
Ο Ένας: Είναι περίεργη αυτή η Ελξη, κι’ ανάποδα να την δεις, ο Θάνατος χρωστάει την Ζωή που δανείζεται.
Ο Άλλος: Ο οργασμός του κοριτσιού. Το χέρι που έβαλε την ακονισμένη πέτρα στην άκρη του ξύλου. Πιό πέρα, ηδονή και οδύνη που γίνονται λέξεις. Κάποιος που σκέφτηκε «σκέφτομαι, δεν είμαι λόφος, ευκάλυπτος ή καταρράκτης, σκέφτομαι, κι’ ο λόφος κι’ ο ευκάλυπτος αποκτούν το νόημά τους, επίσης σκέφτομαι πως σκέφτομαι, δεν είμαι σκύλος ή άλογο». Ανθρώποι έζησαν και πέθαναν στις στοές χωρίς να δουν ποτέ στην ζωή τους το φως του ήλιου για να κολυμπάει ο Παρθενώνας στον ουρανό.
Ο Ένας: Και πιό πέρα;
Ο Άλλος: Ενα σμήνος ακρίδες. Οι σταυροφόροι. Ο Γαλιλαίος και ο Κολόμβος, και μετά ο Κορτές κι’ ο Πιζάρρο, και μετά ο Μπολιβάρ, κι’ ο Γκεβάρα, κι’ ο Αλλιέντε...
Ο Ένας: Και πιό πέρα;


Ρέμπραντ. Το Μάθημα Ανατομίας. (web museum)


Ο Άλλος: Η νύχτα του Αγίου Βαρθολομαίου. Το "Μάθημα Ανατομίας" στο πτώμα ενός κατάδικου, κι’ η αλήθεια των σπλάχνων καταργεί τη θεϊκή καταγωγή του σώματος. Δουλέμποροι και πειρατές και θαλασσοπόροι. Ο Όλιβερ Κρόμγουελ. Απ’ το κράνος του βγάζει το κεφάλι του βασιλιά, κουνέλια, ευλογημένα κέρδη κι' εργασία, τον κοινοβουλευτισμό, θρησκευτικό φανατισμό κι’ ένα στρατό στασιαστή, τον ξεφορτώθηκαν ύστερα στην Ιρλανδία, και πήρε ο καθένας αρκετό αίμα για αμοιβή μια χούφτα χώμα κι’ όσο μίσος αναλογούσε τελικώς ανατοκισμένο μέχρι σήμερα. Πέρασαν ύστερα τον Ωκεανό και πρόκοψαν, κάναν μαγαζιά κι’ επιχειρήσεις και πανεπιστήμια. Μελετούσαν τη Βίβλο, Οβίδιο και Κικέρωνα, κρέμαγαν τις μάγισσες και τους κτηνοβάτες μαζί με το ένοχο ζώο, τους μοιχούς τους στιγμάτιζαν με καυτό σίδερο, κι’ όσους την έπαιζαν πιτσιλώντας ο ένας τον άλλο τους μαστίγωναν δημοσίως, γιατί αυτό ήταν το Θέλημα του Κυρίου. Και γέννησαν τα Τέκνα της Ελευθερίας που μεταμφιέστηκαν ινδιάνοι κι’ έριξαν το τσάι στη θάλασσα. Κι’ απ’ το χαλασμένο τσάι φύτρωσαν όλοι, ο Γεώργιος Ουώσινγκτων, ο Βενιαμίν Φρανκλίνος, ο Θωμάς Τζέφερσον, πατέρας του έθνους και έξι μαύρων παιδιών με την σκλάβα του, οι αυτοδημιούργητοι βιομήχανοι του Βορρά, οι αριστοκράτες γαιοκτήμονες του Νότου, ο Αβραάμ Λίνκολν, υπέρμαχος της Ένωσης με δούλους ή χωρίς αδιάφορο, ο Τζέφερσον Ντέιβις, υπέρμαχος της δουλείας με Απόσχιση ή όχι αδιάφορο, ο αγέρωχος Ροβέρτος Λη, ο μεθυσμένος Οδυσσεύς Γκράντ και το άλογό του που το έλεγαν επίσης Τζέφερσον Ντέιβις. Ο Ρόμπερτ Σω, τον έθαψαν μαζί με τους νέγρους από το πεντηκοστό τέταρτο εθελοντών, κι' ωστόσο τραγουδάνε όλοι μαζί, "Goin home...Goin home...I'm jes goin home...It's no far, jes close by...Through an open door...I'm jes goin home..." και πάνε αβαρείς κι' ανέμελοι και ζωοδότες Σίσσυφοι εν ευθυμία διασχίζοντας τις απέραντες εκτάσεις για πάντα δυτικά στo largo από την Συμφωνία του Νέου Κόσμου, να 'ρθουν οι λόφοι της Αφρικής, οι λόφοι της Σκωτίας, οι λόφοι της Βοημίας, οι λόφοι της Αμερικής, οι απέναντι λόφοι που έρχονται στην ίδια πεντατονική, άθλιοι μετανάστες, άρρωστοι ερυθρόδερμοι, σιδηροτροχιές Ωκεανό μ' Ωκεανό να τρέχει το άλλο άλογο και στα βαγόνια του οι φαλιρισμένοι του Κράχ, ο Χηρστ, τα συνδικάτα, οι άστεγοι της Ύφεσης, ιρλανδοί και μαύροι κι' εβραίοι και ιταλοί και κινέζοι κι' έλληνες, ακόμα και οι ανίατοι της βλακείας με τους πύρινους σταυρούς και τις λευκές κουκούλες. Και στην ατμομηχανή ο Φρανκλίνος Ρούζβελτ λίγο πριν πεθάνει κι' αυτός μολονότι έκθαμβος με ποιό συμβόλαιο να χώρεσε εκείνη την Βαβέλ στο ίδιο τραίνο, γιατί τ' όνομά των ολλανδών προγόνων του ήταν Ροδώνας που θα πει μαζί της Γης τα τριαντάφυλλα και η κόπρος, δεν ξεχωρίζει η Έλξη της Ζωής που μας φέρνει στον Θάνατο τα Ηνωμένα Έθνη με την Γιάλτα, την Νίκη με την Ένολα Γκέι. Και στο μανιτάρι της ο Τρούμαν, οι Ρόζενμπεργκ, ο Χούβερ, ο Μακάρθι, ο Καζάν, ο Ζυλ Ντασσέν, η Μέριλιν Μονρόε, ο Άρθουρ Μίλλερ, ο Τζίμυ Χόφφα θαμένος στον θρύλο χιλιάδων τόννων τσιμέντου, οι Κέννεντυ πλατσουρίζοντας αφελώς στον Κόλπο των Χοίρων, η επιτροπή Γουόρεν με γκεστ τον Τζέρυ Λούις, ο Μάλκολμ Χ, οι Μαύροι Πάνθηρες, ο Κάσσιους Κλέϊ σωσίας του Μοχάμεντ Άλη και τούμπαλιν, ο Τσάρλι Πάρκερ, ο Λύντον Τζόνσον, το Κε Σαν, τα φέρετρα με την αστερόεσσα, ο Μάρτιν Λούθερ Κίνγκ, η Τζάνις Τζόπλιν ακούγοντας τις μαγνητοταινίες του Νίξον στην Μερτσέντες-Μπενζ που της αγόρασε τελικώς ο μπαμπάς της, ο μάγος Χένρυ Κίσσινγκερ με το Νόμπελ Ειρήνης για τη Χιλή και την Κύπρο, η CIA, η United Fruits, η ITT, ο Κλίντον, ο Μπούς κι' ο λεκές,


flicr


ο Καλός, ο Κακός και ο Άσχημος, όμως μάντεψε ποιός θάρθει το βράδυ για δείπνο, ο Σίντνευ κι' η Κάθριν κι' ο Σπένσερ κλέβοντας τον ρόλο από τον Θάνατο. Ένα καντήλι ελευθερία εκατομμύρια έτη φωτός μακριά στη σκοτεινή αίθουσα της Αμερικής ο Τζέσσε Όουενς με τέσσερα χρυσά το τριανταέξι, την θεωρία περί ανώτερης φυλής στο καυλί του -το προεξάρχον ολυμπιακό ιδεώδες- κι’ ένα πακέτο τσιγάρα την ημέρα που αγωνιζόταν μετά επαγγελματικώς εναντίον ανθρώπων, αλόγων και μηχανών ώσπου αποφάσισε να κάνει ένα άλμα στο Διάστημα και να μην πατήσει ποτέ ξανά στη Γή.


ώσπου αποφάσισε να κάνει ένα άλμα... (princeton.edu)


Ο Ένας: Και πιό πέρα;
Ο Άλλος: Ο αποσυνάγωγος Βαρούχ Σπινόζα. Ο πολίτης Δαντών πάνω στο κάρο. Είναι μπλαβής από την οργή του και ωρύεται: «Δεν έχεις αρχίδια Ροβεσπιέρε! Είσαι ευνούχος! Ροβεσπιέρε ακούς; Σε σέρνω μαζί μου! Το σπίτι σου θα το γκρεμίσουν, κι’ από πάνω θα ρίξουν αλάτι!..

Ο Δαντών οδηγείται στο ικρίωμα, του Pierre Alexandre Wille (Scholars Resource)


...Όσο για μένα, σκοτίστηκα. Την γλέντησα την Επανάσταση, έκανα μπόλικη φασαρία σ’ αυτό τον κόσμο, την χάρηκα τη ζωή, πάμε για ύπνο! Σηκώστε το κεφάλι μου να το δεί ο λαός, αξίζει τον κόπο.» Κι’ απ’ το σβέρκο που έχασκε ξεχύθηκαν όλοι, ο Βοναπάρτης, οι απαστράπτοντες στρατάρχες του επιβήτορες της Ευρώπης πρώην μούτσοι και γιοί βαρελάδων. Κι΄ ύστερα ο Ιαβέρης κι' ο Αγιάννης κι’ ο Γαβριάς και η Τιτίκα, τους άθλιους τους ξεφορτώθηκαν μετά άποικους στην απέναντι ακτή, κι' ήρθε έπειτα η Κατάρρευση και η εποχή των κερασιών, τόσο απελπισμένη και μόνη, όσοι γλύτωσαν τους έστειλαν εξορία στους αντίποδες, στην Νέα Καληδονία, με τους εξεγερμένους της Καβυλίας, κι’ ύστερα ο Θιέρσος κι' ο Γαμβέττας κι’ ο Λεσσέψ κι’ ο Άιφελ κι’ ο Παναμάς κι’ ο Ζύλ Φερύ κι’ ο λάγνος Φελίξ Φώρ πεθαίνοντας καθώς η ερωμένη τού κουμπώνει βιαστικά το βρακί και μπαίνουν οι υπηρέτες. Η Οδός των Κυριών, ο στρατηγός Νιβέλ στο κρεοπωλείο της ματαιοδοξίας του κιμάς της αποικίας πιο φτηνός από τον μητροπολιτικό και το ξημέρωμα εκτελέσεις για δειλία ενώπιον του εχθρού, τραυματίες σενεγαλέζοι, μετά πέρασαν τα τεθωρακισμένα Ες Ες, τους πολτοποίησαν, ο Πετέν, ο Λαβάλ, ο Παπόν διευθυντής των εβραϊκών υποθέσεων, το Οραντούρ, η Απελευθέρωση κι’ οι σφαγμένοι του Σετίφ στον εορτασμό της, ο Παπόν αντιστασιακός, το Ντιεν Μπιεν Φου, ο βρώμικος πόλεμος, ο Γκύ Μολλέ, ο Μιτεράν, ο Σαλάν, ο Μασσύ, ο Μπιζάρ, ο Λε Πεν, ο Παπόν αστυνομικός διευθυντής, πως να την ανασάνεις τέτοια Δημοκρατία, σοσιαλιστές, ακροδεξιοί, συνεργάτες, γκωλικοί, ο ένας να πλένει τ' άπλυτα του αλλουνού στην ίδια σκάφη σιγοτραγουδώντας "J' sais pas son nom, je n' sais rien d' lui, il m' a aimée toute la nuit, mon légionnaire..." Η Μεσόγειος μόνο μένει γαλάζια κι' ο ήλιος άδικος, ο Ενρίκο Μασίας και τα κορίτσια της πατρίδας του που βάζαν τυφλές μπόμπες, τυφλές συλλήψεις, τυφλές ανακρίσεις, γεννήτρια, μπανιέρα, ουρλιαχτά, τσιγάρα, σκατά, αλκοόλ, ρίχναν τους ανθρώπους τις νύχτες στο λιμάνι και στον Σηκουάνα, κι' απ' τα οστά τους βγήκε η Ανεξαρτησία με δόντια σμέρνας, ο Ιαβέρης κι' ο Αγιάννης κι’ ο Γαβριάς και η Τιτίκα πέρασαν πάλι με δάκρυα τη θάλασσα, άφησαν τους χαρκί να πληρώσουν τον βερεσέ, τους χαρκί τους άφησαν απέναντι στην λάθος μεριά της Ιστορίας, κανείς δεν έμαθε γι' αυτούς, κανείς δεν έμαθε αν το συμφέρον, αν η απειλή, αν μια καλή κουβέντα, αν ένα χάϊδεμα στην πλάτη, αν όπου άθλιος κι' η μοίρα του. Ο Παπόν βουλευτής, ο Παπόν υπουργός, ο Παπόν σε νέες περιπέτειες. Δικαιοσύνη; Ο Αλμπέρ, τερματοφύλακας της Ρασίνγκ, κοιτώντας τον Θάνατο μέσα από τη Ζωή είδε τη Ζωή μέσα από τον Θάνατο. Ο Αχμέντ, κεντρικός μέσος της Μαρσέιγ, πήγε στον πόλεμο γάλλος δευτέρας τάξεως και τον κέρδισε πρώτος πολίτης της Αλγερίας. Μπορεί και να μιλούσαν τώρα -ίσως ο ήλιος, ίσως τα κορίτσια, ίσως η θάλασσα- να επικοινωνούν από τηλεφώνου, «πως πας; καλά, τον είδες τον μικρό τον Ζινεντίν, ξέρει μπαλλίτσα...»







Μπορεί και να μιλούσαν τώρα -ίσως ο ήλιος, ίσως τα κορίτσια, ίσως η θάλασσα...




Αχμεντ Μπεν Μπελά (Marxist Archive) - Αλμπέρ Καμύ (spike magazine)







Ο μικρός Ζινεντίν (http://www.lastkick.com/)


Ο Ένας: Και πιό πέρα;
Ο Άλλος: Ο Πόλεμος των Ποιητών. Η Μαδρίτη. Το Στάλινγκραντ. Ο αόρατος Ανατόλη Ιβάνοβιτς Τσέκοφ, γενηθείς το 1923, κρεμασμένος στον πέμπτο ενός ερείπιου. Η διόπτρα του Μοσίν-Ναγκάντ, και μέσα στη διόπτρα ένας γερμανός φορτωμένος μπουκάλια. Το κράτημα της αναπνοής και το πάτημα της σκανδάλης. Ο γερμανός πέφτει πίσω. Ένας άλλος σέρνεται στη θέση του. Και μετά ένας άλλος. Κατάλαβαν οι γερμανοί, έστειλαν δύο γυναίκες που ζητιάνευαν στα χαλάσματα. Τις σκότωσε κι' αυτές. Σκέφτηκε μετά τα παρατημένα μπουκάλια, κι’ εκείνους που δε θ’ αντέξουν τη δίψα, θα πιούνε μολυσμένο νερό από τις ατμομηχανές. Τύφος, δυσεντερία, δεν γλυτώνουν άρρωστοι εδώ, διπλή δουλειά, είπε μέσα του. Ύστερα, απραξία για ώρες. Περιέργως, όλες τις ώρες που δεν μιλάει με τον Θάνατο, ο Ανατόλη Τσέκοφ, αυτός ο σταχανοβίτης δολοφόνος, ονειρεύεται άλλα μέρη. Οι αόρατες ώρες του σφύζουν πάμπες της Αμερικής και ζούγκλες της Αφρικής, μπαομπάμπ και μπανανόδεντρα κι’ ευκάλυπτους, γορίλες και ελέφαντες, ζέβρες, τίγρεις και λεοπαρδάλεις, πλοία, τραίνα και αεροπλάνα. Ωστόσο, ο Ανατόλη Ιβάνοβιτς δεν είναι εξερευνητής, ούτε κυνηγός -αν δεν γινόταν ο πόλεμος δεν θα πείραζε ούτε μύγα- αλλά βιομηχανικός εργάτης με φαντασία και πάθος στην Γεωγραφία και τα ταξίδια. Εκεί που δεν υπάρχει η μαύρη παιδική του ηλικία, ούτε ο μπεκρής πατέρας του, ούτε οι χαφιέδες του Μπέρια, ούτε οι δίκες της Μόσχας, ούτε το Κατίν. Το Σουδάν χωρίς τον Κίτσενερ, η Ροδεσία χωρίς τον Σέσιλ Ρόουντς, η Τανγκανίκα χωρίς τον Χένρυ Στάνλευ, το Κονγκό χωρίς τον ανεκδιήγητο βασιλιά Λεοπόλδο, χωρίς τα κομμένα χέρια των συλλεκτών του καουτσούκ. Ο Πασπαρτού χωρίς τον Φιλέα Φόγκ. Αν γινόταν ορατός, ο Ανατόλη Τσέκοφ θα ήταν λευκός σαν τον επενδύτη του καμουφλάζ του, σαν το χιόνι της στέππας πριν το λερώσουν οι ερπύστριες.

Ο αόρατος Ανατόλη Τσέκοφ (vsetkyvidea)


Ο Ένας: Και πιό πέρα;
Ο Άλλος: Πολλές φωνές στις μέρες μας, στο τέλος ακούς μόνο θόρυβο. Ο άνθρωπος με το κομμένο αυτί ο περιφερόμενος σε Παρίσι και Άμστερνταμ για εκατομμύρια εισιτήρια. Η φλόγα της λάμπας. Μια οικογένεια ανθρακωρύχοι μοιράζονται πατάτες. Το καφενείο τη νύχτα. Αναθυμιάσεις αψέντι. Ο μεθυσμένος στο τραπεζάκι. Απελπισία.

Βίνσεντ Φαν Χοχ. Το καφενείο την Νύχτα (wikimedia).


Πολύ κίτρινο, πηχτές πινελιές, στάχια και σκυφτοί θεριστές. Μπλέ ουρανός και μαύρα πουλιά. Όλα φως και πόνος. Εκατομμύρια τυφλοί τραβάνε ο ένας τον άλλο και μιλάνε στα κινητά τους, μπαίνουν ύστερα στον πίνακα του Μπρύγκελ, στέλνουν καληνύχτες και φιλάκια, παραγγέλνουν πίτσες και ρωσίδες για το σπίτι. Και σε κάθε κινητό μικρές καρδιές κολτάνιο, κογκολέζικο κι' αυτό, όπως το ουράνιο στο Αγοράκι της Χιροσίμα.
Ο Ένας: Και πιο κει;
Ο Άλλος: Ο λοχαγός Μπάγιε Ντιάνε από την Σενεγάλη, άοπλος παρατηρητής των κυανοκράνων στο Κιγκάλι. Απλώνει το τεράστιο χέρι του και σφίγγει τα δικά μας τα πρησμένα από τις μασέτες, μας αφοπλίζει με γρήγορα αστεία, έχουμε κουραστεί να σκοτώνουμε, κερνάει τσιγάρα τις ανώφελες ζωές μας να πάρουν το βάρος της νικοτίνης. Τον αφήνουμε να φύγει έτσι που είναι καταδεχτικός, κι' οι ζωντανοί με τους νεκρούς ξεχωρίζουν από μερικά τσιγάρα, παράδοξο λαθρεμπόριο, ο Μπάγιε μέσα στην άσπρη τογιότα ζωντανεύει τους νεκρούς και τους περνάει ανάποδα τον Αχέροντα πληρώνοντας τον ναύλο με καπνό.
Ο Ένας: Και πιό κεί;
Ο Άλλος: Ενα γυάλινο σπίτι, και μέσα ένας μπαξές όλο σκουπίδια. Ο ήλιος καίει περίεργα, πρώτα θα ξεραθεί, αλλά ύστερα η στάθμη του νερού θ’ ανεβεί να τον πνίξει. Κι’ ίσως πάλι όχι. Μια πόλη για παρίες παραχρήμα μυστηριώδης από την κατάργηση του χρυσίου. Η εμβρυακή μας ηλικία. Λίγα λεπτά χωρίς οξυγόνο, κοντά στην ανυπαρξία, γινόμαστε λόφοι, ευκάλυπτοι, καταρράκτες. Ο Σίσσυφος μ’ ένα ποδήλατο πάει φωτεινός στον χαμό του, ψάχνει το νόημα πέρα απ’ αυτόν. Ούτε αλτρουϊστής, ούτε νάρκισσος πιά. Δεν είναι ο Ένας ούτε ο Άλλος, είναι ο σε λίγο Κανένας. Ό,τι γλώσσα κι’ άν μίλαγε, την έχει ξεχάσει. Το έπος του, το δράμα, όλα χωράνε σ’ ένα αυγό...
Ο Ένας: Και πιό κεί;
Ο Άλλος: Τίποτα. Ίσως το ποδήλατο. Που κι’ αυτό δεν υπάρχει χωρίς εμάς.


Ο Σίσυφος


Για τον Ανατόλη Ιβάνοβιτς Τσέκοφ, βιντεάκι.













Ο Ένας


Ο Άλλος



Από τα Δύο Αδέλφια,

8 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Υποκλίνομαι. Τα σέβη μου!

Τα Δύο Αδέλφια είπε...

Ο έπαινος του Ιστορικού, δυο φορές έπαινος, εδώ. Πάντως, εμείς βάλαμε ονόματα στη σειρά μονάχα. Ευχαριστούμε από καρδιάς!

zaphodreplicant είπε...

Διαβάζοντας για τους βομβαρδισμούς των πόλεων της Γερμανίας από τους άγγλους και τους αμερικάνους, κυρίως μεταξύ 1943-45, δεν μπορώ να μην βρω ομοιότητες με αυτό που συνέβη στις ελληνικές πόλεις, κυρίως στις δεκαετίες 1960-70. Η καταστροφή της παλιάς όμορφης αρχιτεκτονικής και πολεοδομίας είναι εξαιρετικά συστηματική, ακριβώς για να ξεριζωθεί οριστικά η ομορφιά. Ομολογημένα και ξεκάθαρα εκ μέρους των σχεδιαστών της αεροπορίας, πρώτος στόχος ήταν η πολιτισμική καταστροφή με τους βομβαρδισμούς, καταστρέφοντας τα έξοχα και πολυάριθμα κοσμήματα της αρχιτεκτονικής των προηγούμενων αιώνων, ώστε όσοι από τα θύματα επιζήσουν, να νιώσουν όσο γίνεται βαθύτερα την απογύμνωση από το παρελθόν τους και το μέχρι πρότινος παρόν τους, να νιώσουν πολιτισμικά εξαθλιωμένοι. Και οι γερμανικές πόλεις παραήταν φορτωμένες με ομορφιά από το παρελθόν και είχαν πράγματι πολλά να χάσουν όσοι επέζησαν, με την χειρουργική αφαίρεση της ομορφιάς από τον χώρο που ζούσαν.
Δεν είναι ομολογημένη αλλά είναι ξεκάθαρη και πιο συστηματική από τους βομβαρδισμούς, η καταστροφή και η απογύμνωση των ελληνικών πόλεων από κάθε στοιχείο ομορφιάς στην αρχιτεκτονική και στην πολεοδομία, και δεν έγινε με τον τρομακτικό πλην βραχυπρόθεσμο τρόπο, του εμπρησμού από εξωτερικούς εχθρούς, αλλά μακροπρόθεσμα και λιγότερο θεαματικά, από μια θλιβερή πλειοψηφία εσωτερικών εχθρών.
Ο ξεκάθαρος στόχος των άγγλων και των αμερικάνων, να εξαλείψουν το πιο οικείο και ζωτικό κομμάτι πολιτισμού και ταυτότητας για τους γερμανούς, φαίνεται από τον εξωφρενικό αριθμό χημικών βομβών, αποκλειστικά για εκτεταμένους εμπρησμούς που θα δημιουργούσαν μια απολύτως καταστροφική κατάσταση, και αφού επέβαλλαν κάτι τέτοιο σε μια πόλη, μετά της το ξαναέκαναν και το ξαναέκαναν και αυτό μου θυμίζει απολύτως τις μεθόδους της μαφίας, που για να σκοτώσει θυμάμαι έναν ενοχλητικό δικαστή στην Ιταλία κάπου στο 1980, ανατίναξε 2-3 χιλιόμετρα του αυτοκινητόδρομου που περνούσε με το αυτοκίνητο, ώστε να ξεθεμελιωθεί σύμπασα η γύρω περιοχή, να σκοτωθούν όλοι οι σχετικοί και οι άσχετοι περαστικοί, να ερημοποιηθεί το μέρος, για να δείξει τι μπορούσε να κάνει.
Το αποτέλεσμα στις ελληνικές πόλεις είναι εξωφρενικά όμοιο σε καταστροφικότητα με τους βομβαρδισμούς, πράγματι κατάφεραν να ξεθεμελιώσουν οποιαδήποτε περιβαλλοντική, πολεοδομική, αρχιτεκτονική, έννοια αισθητικής και λειτουργικότητας, και αυτό είναι κάποιο κατόρθωμα, από πολλούς μαζί, με την ησυχία τους, χωρίς αντίλογο, χωρίς αίσθηση αδικοπραξίας (ενώ οι "σύμμαχοι" είχαν ανάλογη αίσθηση), και με στόχο απόλυτα επιτευγμένο, τουτέστιν, το να γίνει αισθητή στην μεγαλύτερη δυνατή κλίμακα, η πολιτισμική και ψυχολογική αθλιότητα μιας ισχυρής πλειοψηφίας με αίσθηση δικαίου και πλήρη πεποίθηση κανονικότητας.
Ένα άλλο ωραίο και ενδεικτικό που διάβαζα, είναι ότι σε κάποια γερμανική πόλη που προετοιμαζόταν για να δεχτεί βομβαρδισμούς περιμένοντας τη σειρά της, θεώρησαν τα τσιμεντένια υπέργεια καταφύγια απαράδεκτα άσχημα, και ρίσκαραν σε χρονική καθυστέρηση και έξοδα και αναζήτηση εναλλακτικών διαθέσιμων λύσεων, διακινδύνεψαν την ασφάλειά τους σε έναν άγριο πόλεμο, γιατί δεν ανέχονταν την ασχήμια κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες. Ενώ στην Ελλάδα, διάλεξαν εν ψυχρώ και χωρίς εξωτερική πίεση, την ασχήμια και την επέβαλαν συντριπτικά πάνω στην ομορφιά, διάλεξαν ακριβώς την αισθητική της ίδιας τσιμεντένιας ασχήμιας, που οι γερμανοί δεν ανέχονταν ούτε βραχυπρόθεσμα, για λόγους ασφάλειας, κάτω από την πίεση ενός φοβερού πολέμου, μιάς που γέμισαν τις ελληνικές πόλεις από τσιμεντένια φριχτά κτίρια για να κατοικούν και να ζουν ανάμεσά τους, και βέβαια ως πολιτισμικά τους σύμβολα. Βέβαια, δεν έχουμε νεκρούς και σωματικά σακατεμένους όπως οι γερμανοί βομβαρδισμένοι, αλλά σίγουρα έχουμε πολύ πολύ περισσότερους σακατεμένους βαθύτερα, στο πολιτισμικό τους κριτήριο, στην ψυχολογική τους ποιότητα, πράγμα ολοφάνερο και όχι και τόσο δυσαπόδεικτο.

zaphodreplicant είπε...

επανέρχομαι για να πω, προλογικώς, στο προηγούμενο,ότι δεν είναι άσχετο ως ιστορικό σχόλιο, εν γένει..

Ένα μπλόγκ του Βασίλη Νικολαΐδη είπε...

Συμφωνώ. Όλα συνδέονται στον κόσμο αυτό. Αν θέλουμε...

Ανώνυμος είπε...

Για τους βομβαρδισμούς των γερμανικών πόλεων στον πόλεμο, είναι πάρα πολύ καλό το κείμενο του F. G. Sebald, Φυσική ιστορία της καταστροφής.

Ένα μπλόγκ του Βασίλη Νικολαΐδη είπε...

Μιας και τόφερε ο λόγος: Comparative National Blaming: W.G.Sebald on the Bombing of Germany, του Bruce Robbins. Ένα κείμενο καμιά εικοσαριά σελίδες. Θα το βρείτε στο διαδίκτυο

Χάρης είπε...

Άμποτε να βαστήξει η εξιστόρηση της Ρουάντα σαν τις 1001 Νύχτες Βασίλη,
η Αρχιτεκτονική αυτής της εξιστόρησης
με τις ατέλειωτες παρηχήσεις της!!!!

Στο ιδιαίτερα εύστοχο σχόλιο του zapho...θα διάβαζα αντί '' ομορφιάς''
εναρμονία, η συντονία, η ακόμη και ατυφία