26 Μαρτίου 2010
Η βουτιά στη θάλασσα
Βούτηξα
Την επιφάνεια νογώντας ουρανό
Κι’είδα τα δάση του βυθού
Κι’ υψώματα μιάς άλλης Ηπείρου
Στα γλαρά του πέλαγους μάτια
Μιά σμέρνα
Σύρθηκε στο θαλάμι της
Μου έδειξε τον κίνδυνο, μαύρες κηλίδες στο κίτρινο
Μιά λεοπάρδαλη νωχελική
Κάποτε μας γέννησε μαζί η μία σάρκα
Δίχως ανάγκη
Τον επιούσιο κατάρα κι’ ενοχή
Τώρα ζυγιάζαν βαρύτης και άνωση
Μιά χώρα μετέωρη
Χωρίς τη θλίψη
Κι' είδα τον Μπάγιε
Ανάσκελα στα βράχια και τα φύκια
Μαργαριτάρια να βγάζει απο το στόμα του
Τα πελώρια τα χέρια του
Κουνώντας
-Είμαι τ' Αλάτι, φώναξε, και το νερό
Που νοστιμίζει μιά στιγμή όσο βυθίζεσαι και πιο βαθιά
Στην επιφάνεια σε σπρώχνει πιο πολύ
Στον ουρανό χρωματιστοί χαρταετοί
Σαν σημαδούρα
Ως να μην είναι τρέλλα ή γιορτή
Μα πανηγύρι μόνο τ’ Αη Γιωργιού
Οπου χαρά και πίκρα χωνεύει
Και νοσταλγία γυρισμού σε τόπους χλοερούς
Να μνημονεύεις τη δροσιά τους κι’ έρχονται...
Το δελφίνι αγκάλιασα. Κι’ απόσταση έπαψε.
Κανένας
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου