Ὀδύσσεια, ι΄ 366-367.
κι΄ η μάνα, κι΄ο πατέρας μου, και όλοι μου οι φίλοι.
My name is Nobody. Nobody I am called
by mother, father, and by all my comrades.
Ο Αιώνιος Παραθεριστής
Μοιάζει να μην είμαι πιά εγώ
απο καιρούς και συγγενείς λησμονημένος
τον ύπνο σφίγγοντας στίς χούφτες μου
μακάριος και βλάκας κι’ ευτυχής.
Απ’ τα παράθυρα μπαίνουν διάλεκτοι
μιάν ζυγαριάν ακριβείας στην Αμβέρσα
θρυμματίζοντας στο παιχνίδι τους
στις τιμές του κολομβίτη-τανταλίτη εξαπολύοντας
Κορίτσια Καράβια Καταρράκτες
το Καλοκαίρι...
Μαύρο κορίτσι από τη Βολισσό
Με ψάθινο καπέλλο, κεράσια δροσερά
Στ’ αυτάκι κρεμασμένα.
Δάκρυ μαστίχας και φύλλο λεμονιάς
Και νυχτολούλουδα σα βγεί το φεγγαράκι
Παν’ απ’ τούς λόφους χαμηλά
Μέχρι τη θάλασσα, γαλάζια μου πατρίδα
Νύχτα να φέγγεις στ’ ανοιχτά
Και στ’ άσπρο σου σεντόνι
Μαύρο κορίτσι τους νεκρούς
Κεντάς και ξημερώνει...
Του Άη Γιώργη να πας να παντρευτείς
Εκείνον τον ασίκη, τον μάγκα, τον ψηλό
Από τη Σενεγάλη
Κι’ ας είναι μαύρος, κι’ ας είναι και φτωχός
Κι’ ας έχει κι’ άλληνε, κι’ ας ειναι μουσουλμάνος
Δυό νύφες τούδωσ’ ο Θεός
Και χίλιες δυό ψυχές του φόρτωσε στη πλάτη
Κι’ ένα φαρδύ χαμόγελο
Τσιγάρα να κερνάει
Κι’ ο Θάνατος γαλήνεψε
Τα μπλόκα να περνάει.
Η Νήσος Ρουάντα ριζώνει στα βράχια.
Τα γεγονότα λύνοντας με βαθιές στο χρόνο ανάσες
Μηχανή καϊκιού πού βάζει μπροστά
τή μία στιγμή με πρίν και με ύστερα
φέρνει για πάντα…
Τους ελέφαντες κοίτα των πεύκων…
Κόμερε. Κόμερε Ρουάντα...
Και τους ρινόκερους των γύρω βουνών…
Κόμερε. Κόμερε Ρουάντα...
Τους ιπποπόταμους και τους υφάλους
Κόμερε. Κόμερε Ρουάντα...
Τους ελαιώνες των αστεριών…
Αγγέλοι σκορπάνε τριαντάφυλλα στη σοροκάδα
Κι’αρώματα οι μαρακούζες πρωί πρωί.
Που και που τα φύλλα κελαιδάνε σαν κρουνός από κοράλλια
Σαν καταρράκτης από κορίτσια κι’ από ευκάλυπτους
Κόμερε. Κόμερε Ρουάντα. Κόμερε Ρουάντα στον ουρανό...
Μπρός στά πιό μπλέ μας παράθυρα
Κόμερε. Κόμερε Ρουάντα...
Τρέχουν νερά, πιό γρήγορα, πιό γάργαρα
Κόμερε. Κόμερε Ρουάντα...
Πιό καθαρά της πιό βαθιάς μας Αφρικής.
Κόμερε…Κόμερε Ρουάντα…Κόμερε Ρουάντα... Κόμερε... Κόμερε...
Κανένας, ανήμερα του Πάσχα,
ΤΕΛΟΣ
Ο λοχαγός Μπάγιε Ντιάνε υπηρετούσε στους στρατιωτικούς παρατηρητές, το σώμα των άοπλων αξιωματικών της ειρηνευτικής δύναμης που επιτηρούσε τις κινήσεις των δύο υπό συγχώνευση στρατών. Ήταν ευσεβής μουσουλμάνος, παιδί μιας πολυμελούς οικογένειας από την Ντακάρ, κι' ο μόνος από τα αδέλφια του που σπούδασε στο πανεπιστήμιο. Ύστερα κατατάχτηκε στον σενεγαλέζικο στρατό. Ήταν παντρεμένος με δύο παιδιά. Πρέπει να ήταν κάτι παραπάνω από τριάντα χρονών.
Μόλις ο Μπάγιε έμαθε τον θάνατο της Αγκάτ Ουιλιγκιιμάνα, εξαφανίστηκε. Επικοινώνησε αργότερα με έναν συνάδελφο και συμπατριώτη του, και του είπε πως είχε βρει τα παιδιά της πρωθυπουργού, και πως θα προσπαθούσε να τα πάρει από την κρυψώνα τους, γιατί αν οι ιντεραχάμουε γύριζαν θα τα σκότωναν οπωσδήποτε. Εκείνος του είπε πως θα του έστελνε κάλυψη, αλλά αυτό ήταν ανέφικτο, αφού μετά την δολοφονία των βέλγων οι κυανόκρανοι δεν έβγαιναν πια από τους στρατώνες τους. Τότε, ο Μπάγιε έκρυψε τα παιδιά στο αυτοκίνητό του -ένα τετρακίνητο λευκό πικ απ, Νισσάν ή Τογιότα, με τα τεράστια αρχικά UN που βλέπουμε στις ειδήσεις- και περνώντας τα εικοσιέξι οδοφράγματα που ήταν στημένα στην διαδρομή, τα έφερε στο ξενοδοχείο του. Μερικές μέρες αργότερα τα έβαλε σ' ένα αεροπλάνο του ΟΗΕ που θα πέταγε για Ελβετία.
Καθώς οι σφαγές γενικεύτηκαν στο Κιγκάλι κι' άρχισαν και οι μάχες των κυβερνητικών με το FPR, οι μοναχικές εξαφανίσεις του Μπάγιε άρχισαν να γίνονται όλο και πιο συχνές. Από τους ανθρώπους όμως που εμφανίζονταν φουρνιές-φουρνιές στην πίσω αυλή κι' ύστερα εξαφανίζονταν για να δώσουν τη θέση τους σε άλλους, οι ελάχιστοι πελάτες του ξενοδοχείου, όλοι μέλη διεθνών οργανισμών και δημοσιογράφοι που είχαν το τσαγανό να μείνουν στο Κιγκάλι εκείνο τον Απρίλιο, έβγαλαν το συμπέρασμα πως ο Μπάγιε Ντιάνε -κι' αυτό αντίθετα με τις διαταγές που απαγόρευαν στο προσωπικό της ειρηνευτικής δύναμης να ανακατεύονται στις ξένες δουλειές- φυγάδευε τούτσι, κι' ότι από τις περιοχές των κυβερνητικών τους περνούσε στην ζώνη ελέγχου του FPR. Κανένας δεν μπορούσε όμως να εξηγήσει πως κατάφερνε να κρύβει πέντε κι' έξι ανθρώπους κάθε φορά στο πικ απ του, να περνάει σώος από τις γραμμές των εμπολέμων και τα μπλόκα των ιντεραχάμουε, και να ξαναρχίζει το ταξίδι, δύο, τρεις ή και περισσότερες φορές την ίδια μέρα.
Εγώ τον Μπάγιε Ντιάνε δεν τον γνώρισα ποτέ. Όταν έφτασα στην Ρουάντα είχε ήδη σκοτωθεί. Όσα μεταφέρω εδώ είναι αφηγήσεις άλλων. Φαίνεται πάντως πως ο Νταλαίρ δεν τον είχε διαλέξει τυχαία για το πόστο του συνδέσμου με την ηγεσία του κυβερνητικού στρατού, γιατί ο Μπάγιε είχε το εξαιρετικό χάρισμα να κάνει τον οιονδήποτε -βασιλέα ή στρατιώτη, πλούσιο ή πένητα- φίλο του μέσα σε πέντε λεπτά. Μιλούσε με τους πάντες, δημοσιογράφους, ανθρώπους των ανθρωπιστικών οργανώσεων, χαρτογιακάδες του ΟΗΕ, φαντάρους και αξιωματικούς του FPR, απλούς κυανόκρανους και ρουαντέζους πολιτικούς κάθε παράταξης. Και μιλούσε για τα πάντα: από τις μάχες που μαίνονταν στην πόλη μέχρι για το φαβορί στο Κόπα Άφρικα. Κατέγραφε τα πάντα σε μια μικρή βιντεοκάμερα, η οποία βρέθηκε μετά και παραδόθηκε στην γυναίκα του. Ήταν γενναιόδωρος και συγχρόνως πειραχτήρι, συνήθιζε να σε φυτιλιάζει για λίγο πριν σου προσφέρει την φιλία του. Επίσης ήταν ψηλός και μονίμως ευδιάθετος και ανέμελος, πράγμα παράδοξο σ' εκείνες τις συνθήκες.
Προπάντων ευδιάθετος και ανέμελος. Άμα δείχνεις ανέμελος, περνάς παντού. Κατά κάποιο τρόπο οι σφαγείς των δρόμων ήταν πεπεισμένοι πως κάποιος υψηλά ιστάμενος του είχε επιτρέψει να κάνει ό,τι έκανε, αλλιώς δεν θα ήταν έτσι ανέμελος, οπότε αν του δημιουργούσαν προβλήματα, εκείνοι θα βρίσκανε τον μπελά τους κι' όχι ο Μπάγιε. Σ' αυτή την απατηλή εντύπωση συνέβαλε και το γεγονός ότι ο Μπάγιε Ντιάνε δεν ήταν κανάς τυχαίος χαμηλόβαθμος, είχε παρτίδες με την ηγεσία, συνδιαλεγόταν με στρατηγούς και ταξιάρχους και συνταγματάρχες των FAR, και με στελέχη της κυβέρνησης και του κόμματος και των ιντεραχάμουε. Επιπλέον ήταν σενεγαλέζος και οι σενεγαλέζοι ήταν με το μέρος τους γιατί μίλαγαν γαλλικά, ανήκαν στην μεγάλη οικογένεια της γαλλόφωνης Αφρικής. Κι' επιπλέον ο Μπάγιε δεν ήταν ψηλομύτης όπως οι άλλοι του ΟΗΕ, άσπροι και μαύροι. Ήταν -πως το λέμε- δικός τους άνθρωπος, των σφαγέων. Ο Μπάγιε έπρεπε να ήξερε πολύ καλά τον μηχανισμό αυτής της βουβής - και παράλογης επίσης- υποβολής και τον χειριζόταν άψογα. Άλλοτε μερικά τσιγάρα και τίποτε ψιλά έδιναν κάποιο επιπλέον κίνητρο στους εξαθλιωμένους ιντεραχάμουε. Και κανείς δεν έψαχνε το πίσω κάθισμα ή την καρότσα του πικ άπ, κάτω από καμιά κουβέρτα ή κανένα μουσαμά. Κάπως έτσι πρέπει να γινόταν η δουλειά, αν και ποτέ κανείς δεν έμαθε πως ακριβώς ο Μπάγιε κατάφερνε να κάνει τους ανθρώπους αόρατους.
Όχι πως οι ταχυδακτυλουργίες του Μπάγιε ήταν χωρίς κινδύνους. Έπαιζε με κατά συρροήν δολοφόνους, κι' έπαιζε ανάμεσα σε δύο στρατούς που αντάλλασσαν αληθινά πυρά. Έπαιζε την ζωή του στο τάβλι, σε κάθε διαδρομή και σε κάθε οδόφραγμα, πόρτες και φεύγα, ετούτος ο Χουντίνι. Ίσως τα λογοπαίγνια να μην αρμόζουν σ' αυτή την αφήγηση, όμως ο ίδιος ο Μπάγιε Ντιάνε μετήρχετο των πλέον ευφάνταστων και αιφνιδιαστικών ευφυολόγημάτων προκειμένου να μεταμορφώσει τους παράφρονες εκείνους εγκληματίες σε Αγγέλους Κυρίου. Κάποια φορά τον σταμάτησαν οι παρακρατικοί σε ένα μπλόκο, κι' έτυχε να έχει στο αυτοκίνητό του τον Μαρκ Ντόιλ, δημοσιογράφο του BBC, τον οποίο ένας έξαλλος πολιτοφύλακας πέρασε για βέλγο και ήθελε να τον ξεκάνει. Ούρλιαζε ο δολοφόνος, είχε βάλει το κεφάλι του μέσα στο παράθυρο του αυτοκινήτου, και τον απειλούσε με μία απασφαλισμένη χειροβομβίδα αιγυπτιακής κατασκευής.
-Όχι, όχι, του είπε πρόσχαρα ο Μπάγιε, "εγώ είμαι ο βέλγος, ο βέλγος εδώ πέρα είμαι εγώ, να, κοίτα, μαύρος βέλγος!"
Ο άλλος χαλάρωσε.
- Άμα θες να ξέρεις, του εξήγησε μετά ο Μπάγιε, "αυτός είναι του BBC, είναι εγγλέζος, καμία σχέση με βέλγο, δες την ταυτότητά του."
Κι' ο άλλος, που πιθανότατα να μην ήξερε κι' ανάγνωση, τους άφησε να περάσουν.
Ο Μπάγιε Ντιάνε ήταν δύσπιστος με τα μέσα μαζικής ενημέρωσης.
-Γιατί λες συνέχεια πως οι ιντεραχάμουε σκοτώνουν τους τούτσι; ρώτησε κάποτε τον Ντόιλ.
-Γιατί τους σκοτώνουν, απάντησε ο Ντόιλ.
-Ναι, αλλά άμα το λες κάνεις την δουλειά μας δυσκολότερη, του είπε ο Μπάγιε.
Κι' από μία πλευρά είχε δίκιο. Μέσα από εκατομμύρια οθόνες, η οικουμένη κοίταζε την φρίκη της τελευταίας Γενοκτονίας του εικοστού αιώνα από τον καναπέ της με εγρήγορση σαλίγκαρου. Καμία αντίδραση. Και στο Συμβούλιο Ασφαλείας, εκείνοι που ήθελαν -η Νιγηρία και η Τσεχοσλοβακία- δεν μπορούσαν. Κι' εκείνοι που μπορούσαν, δεν ήθελαν. Η Μαντλήν Ολμπράϊτ απέδωσε εκείνη την αδράνεια στην σύγχιση και την κακή πληροφόρηση που επικρατούσαν εκείνη την εποχή. Ο Μπιλ Κλίντον στην άσκημη εμπειρία της αμερικάνικης εμπλοκής στην Σομαλία. Όμως το Πεντάγωνο, οι μυστικές υπηρεσίες, οι διπλωμάτες, και ήξεραν και μπορούσαν. Απλώς μπλόκαραν τις αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας για να δώσουν χρόνο στον Καγκάμε να πάρει την εξουσία. Τότε βέβαια δεν ξέραμε τι να υποθέσουμε σχετικά με το γιατί οι αμερικάνοι ήθελαν να πάρει την εξουσία ο Καγκάμε. Μετά το μάθαμε. κι' ο Κλίντον μάλλον ποτέ. Οι αμερικάνοι πρόεδροι ξέρουν ελάχιστα και καταλαβαίνουν καθόλου. Η διαμόρφωση των στρατηγικών είναι πολύπλοκη υπόθεση, εμπλέκονται πολλές δυνάμεις, ο πρόεδρος είναι το σημείο που εφαρμόζονται και συνθέτουν την συνιστώσα, ο πρόεδρος νομίζει πως αποφασίζει.
Εν τω μεταξύ, ο Μπάγιε είχε σώσει εκατό, διακόσιους, ίσως χίλιους ανθρώπους. Που είναι βεβαίως σταγόνα στον ωκεανό σε σύγκριση με το ένα εκατομμύριο νεκρούς που στοίχισε εκείνη η αδράνεια. Αλλά για κείνους τους εκατό, τους διακόσιους ή τους χίλιους, η συνάντηση με τον Μπάγιε ήταν κάτι παραπάνω από το χαίρω πολύ για την γνωριμία.
Τσακώθηκαν ο Μαρκ με τον Μπάγιε μετά από αυτήν την συζήτηση. Παρέμειναν όμως φίλοι.
Παραδόξως, τον Μπάγιε Ντιάνε δεν τον σκότωσαν ούτε οι ιντεραχάμουε ούτε οι FAR. Στις 31 Μαΐου, καθώς επέστρεφε στο στρατηγείο της ειρηνευτικής δύναμης σταμάτησε για λίγο σ' ένα μπλόκο. Ετοιμαζόταν να περάσει, όταν ένα βλήμα από όλμο του FPR έσκασε πίσω από το αμάξι του. Ένα θραύσμα πέρασε από το τζάμι και τον πήρε στο κεφάλι.
Το νέο κυκλοφόρησε αστραπιαία παντού. Στους συναδέλφους του, στους υπαλλήλους του ΟΗΕ, στους δημοσιογράφους, σ' όλους. Τον βρήκαν στο αυτοκίνητό του λουσμένο στα αίματα. Τα χάσανε. Το Κιγκάλι ήταν γεμάτο πτώματα, αλλά μ' αυτόν ήταν αλλοιώς, τον ξέρανε, πριν λίγο τους μίλαγε, μόλις τους είχε χαιρετήσει, ίσως τους είχε πει σε πόση ώρα θα επέστρεφε. Τώρα γύρευαν την επίσημη στολή του να τον ντύσουν, κι' έναν από κείνους τους ειδικούς σάκους με φερμουάρ που βάζουν τους νεκρούς, ήθελαν να κάνουν τα πράγματα σωστά, να δείξουν λίγο σεβασμό, αλλά σάκος δεν βρισκόταν σ' όλη την αποστολή, κανείς δεν ήξερε τι ακριβώς έπρεπε να γίνει, τελικώς τον τύλιξαν σ' έναν γαλάζιο μουσαμά της UNICEF, δεν χώραγε, τα πόδια του περίσσευαν, ο Μπάγιε ήταν μακρυπόδαρος, πολύ ψηλός.
Την άλλη μέρα τον χαιρέτησαν με αναφιλητά στο αεροδρόμιο.
Κατσούνι, Ανάφη (Indymedia)
Εκείνο το καλοκαίρι, λοιπόν, γνώρισα έναν περίεργο άνθρωπο, έναν γάλλο με υπερμετρωπικά γυαλιά και τεράστια γαλάζια γουρλωτά μάτια, συνεχώς στραμμένα στα αιδοία των γυμνιστριών που λιάζονταν στην αμμουδιά. Έλεγε πως ήταν πυρηνικός φυσικός και πως δούλευε σε κάποιο ινστιτούτο, και πως η κρίση στην Ρουάντα προκλήθηκε για τα κοιτάσματα ενός μετάλλου, του τανταλίου, που λιώνει στους τρεις χιλιάδες βαθμούς Κελσίου, και με το οποίο φτιάχνουμε κράματα υψηλής αντοχής στην θερμοκρασία, δηλαδή πυκνωτές. Χωρίς πυκνωτές δεν υπάρχουν υπολογιστές, κινητή τηλεφωνία και βηματοδότες, οπλικά συστήματα και διαστημική. Και το κυριότερο, χωρίς ταντάλιο δεν θα υπάρξει ασφαλής ατομική ενέργεια, τώρα που το πετρέλαιο τελειώνει. Οι μεγάλες συγκρούσεις του μέλλοντος, έλεγε, εκτός από το νερό θα είναι και για το ταντάλιο, κι' εκεί κάτω βρίσκεται το ογδόντα τοις εκατό των παγκοσμίων αποθεμάτων.
Δεν θυμάμαι αν ανέφερε ακριβώς το ορυκτό από το οποίο βγαίνει το ταντάλιο, τον κολομβοτανταλίτη ή αλλιώς κολτάνιο, αλλά τι σημασία έχει; Βέβαια, αν ήξερα πως οκτώ μήνες μετά θα βρισκόμουν στην Ρουάντα, θα έδινα περισσότερη προσοχή στα λόγια του. Αλλά τότε, που μυαλό. Άλλωστε είχαμε εδώ τον εμφύλιο της Γιουγκοσλαβίας, τα περί πυκνωτών και κραμάτων και ορυκτών τα άκουγα βερεσέ, έπληττα να τον ακούω, τα θεωρούσα όλα αυτά λίγο Τζων Λε Καρέ ανακατεμένο με επιστημονική φαντασία, είναι και ψωνισμένος ο λιγούρης, σκεφτόμουν. Κι' έκοψα τα πολλά-πολλά μαζί του με την χαρακτηριστική συγκατάβαση που δείχνουμε συνήθως στους κάπως ιδιόρρυθμους.
Το άρθρο της wikipedia για τον κολομβοτανταλίτη . Έχουν δημοσιευτεί δύο αναφορές εμπειρογνωμώνων του ΟΗΕ για την λεηλασία των φυσικών πόρων του Κονγκό: εκείνη του Απριλίου 2001 και εκείνη του Οκτωβρίου 2002 (στα γαλλικά, ανεβασμένη στην ιστοσελίδα του GRIP).
Ο Δαντών οδηγείται στο ικρίωμα, του Pierre Alexandre Wille (Scholars Resource)
...Όσο για μένα, σκοτίστηκα. Την γλέντησα την Επανάσταση, έκανα μπόλικη φασαρία σ’ αυτό τον κόσμο, την χάρηκα τη ζωή, πάμε για ύπνο! Σηκώστε το κεφάλι μου να το δεί ο λαός, αξίζει τον κόπο.» Κι’ απ’ το σβέρκο που έχασκε ξεχύθηκαν όλοι, ο Βοναπάρτης, οι απαστράπτοντες στρατάρχες του επιβήτορες της Ευρώπης πρώην μούτσοι και γιοί βαρελάδων. Κι΄ ύστερα ο Ιαβέρης κι' ο Αγιάννης κι’ ο Γαβριάς και η Τιτίκα, τους άθλιους τους ξεφορτώθηκαν μετά άποικους στην απέναντι ακτή, κι' ήρθε έπειτα η Κατάρρευση και η εποχή των κερασιών, τόσο απελπισμένη και μόνη, όσοι γλύτωσαν τους έστειλαν εξορία στους αντίποδες, στην Νέα Καληδονία, με τους εξεγερμένους της Καβυλίας, κι’ ύστερα ο Θιέρσος κι' ο Γαμβέττας κι’ ο Λεσσέψ κι’ ο Άιφελ κι’ ο Παναμάς κι’ ο Ζύλ Φερύ κι’ ο λάγνος Φελίξ Φώρ πεθαίνοντας καθώς η ερωμένη τού κουμπώνει βιαστικά το βρακί και μπαίνουν οι υπηρέτες. Η Οδός των Κυριών, ο στρατηγός Νιβέλ στο κρεοπωλείο της ματαιοδοξίας του κιμάς της αποικίας πιο φτηνός από τον μητροπολιτικό και το ξημέρωμα εκτελέσεις για δειλία ενώπιον του εχθρού, τραυματίες σενεγαλέζοι, μετά πέρασαν τα τεθωρακισμένα Ες Ες, τους πολτοποίησαν, ο Πετέν, ο Λαβάλ, ο Παπόν διευθυντής των εβραϊκών υποθέσεων, το Οραντούρ, η Απελευθέρωση κι’ οι σφαγμένοι του Σετίφ στον εορτασμό της, ο Παπόν αντιστασιακός, το Ντιεν Μπιεν Φου, ο βρώμικος πόλεμος, ο Γκύ Μολλέ, ο Μιτεράν, ο Σαλάν, ο Μασσύ, ο Μπιζάρ, ο Λε Πεν, ο Παπόν αστυνομικός διευθυντής, πως να την ανασάνεις τέτοια Δημοκρατία, σοσιαλιστές, ακροδεξιοί, συνεργάτες, γκωλικοί, ο ένας να πλένει τ' άπλυτα του αλλουνού στην ίδια σκάφη σιγοτραγουδώντας "J' sais pas son nom, je n' sais rien d' lui, il m' a aimée toute la nuit, mon légionnaire..." Η Μεσόγειος μόνο μένει γαλάζια κι' ο ήλιος άδικος, ο Ενρίκο Μασίας και τα κορίτσια της πατρίδας του που βάζαν τυφλές μπόμπες, τυφλές συλλήψεις, τυφλές ανακρίσεις, γεννήτρια, μπανιέρα, ουρλιαχτά, τσιγάρα, σκατά, αλκοόλ, ρίχναν τους ανθρώπους τις νύχτες στο λιμάνι και στον Σηκουάνα, κι' απ' τα οστά τους βγήκε η Ανεξαρτησία με δόντια σμέρνας, ο Ιαβέρης κι' ο Αγιάννης κι’ ο Γαβριάς και η Τιτίκα πέρασαν πάλι με δάκρυα τη θάλασσα, άφησαν τους χαρκί να πληρώσουν τον βερεσέ, τους χαρκί τους άφησαν απέναντι στην λάθος μεριά της Ιστορίας, κανείς δεν έμαθε γι' αυτούς, κανείς δεν έμαθε αν το συμφέρον, αν η απειλή, αν μια καλή κουβέντα, αν ένα χάϊδεμα στην πλάτη, αν όπου άθλιος κι' η μοίρα του. Ο Παπόν βουλευτής, ο Παπόν υπουργός, ο Παπόν σε νέες περιπέτειες. Δικαιοσύνη; Ο Αλμπέρ, τερματοφύλακας της Ρασίνγκ, κοιτώντας τον Θάνατο μέσα από τη Ζωή είδε τη Ζωή μέσα από τον Θάνατο. Ο Αχμέντ, κεντρικός μέσος της Μαρσέιγ, πήγε στον πόλεμο γάλλος δευτέρας τάξεως και τον κέρδισε πρώτος πολίτης της Αλγερίας. Μπορεί και να μιλούσαν τώρα -ίσως ο ήλιος, ίσως τα κορίτσια, ίσως η θάλασσα- να επικοινωνούν από τηλεφώνου, «πως πας; καλά, τον είδες τον μικρό τον Ζινεντίν, ξέρει μπαλλίτσα...»
Ο μικρός Ζινεντίν (http://www.lastkick.com/)
Ο αόρατος Ανατόλη Τσέκοφ (vsetkyvidea)
Ο Ένας: Και πιό πέρα;
Ο Άλλος: Πολλές φωνές στις μέρες μας, στο τέλος ακούς μόνο θόρυβο. Ο άνθρωπος με το κομμένο αυτί ο περιφερόμενος σε Παρίσι και Άμστερνταμ για εκατομμύρια εισιτήρια. Η φλόγα της λάμπας. Μια οικογένεια ανθρακωρύχοι μοιράζονται πατάτες. Το καφενείο τη νύχτα. Αναθυμιάσεις αψέντι. Ο μεθυσμένος στο τραπεζάκι. Απελπισία.
Βίνσεντ Φαν Χοχ. Το καφενείο την Νύχτα (wikimedia).
Πολύ κίτρινο, πηχτές πινελιές, στάχια και σκυφτοί θεριστές. Μπλέ ουρανός και μαύρα πουλιά. Όλα φως και πόνος. Εκατομμύρια τυφλοί τραβάνε ο ένας τον άλλο και μιλάνε στα κινητά τους, μπαίνουν ύστερα στον πίνακα του Μπρύγκελ, στέλνουν καληνύχτες και φιλάκια, παραγγέλνουν πίτσες και ρωσίδες για το σπίτι. Και σε κάθε κινητό μικρές καρδιές κολτάνιο, κογκολέζικο κι' αυτό, όπως το ουράνιο στο Αγοράκι της Χιροσίμα.
Ο Ένας: Και πιο κει;
Ο Άλλος: Ο λοχαγός Μπάγιε Ντιάνε από την Σενεγάλη, άοπλος παρατηρητής των κυανοκράνων στο Κιγκάλι. Απλώνει το τεράστιο χέρι του και σφίγγει τα δικά μας τα πρησμένα από τις μασέτες, μας αφοπλίζει με γρήγορα αστεία, έχουμε κουραστεί να σκοτώνουμε, κερνάει τσιγάρα τις ανώφελες ζωές μας να πάρουν το βάρος της νικοτίνης. Τον αφήνουμε να φύγει έτσι που είναι καταδεχτικός, κι' οι ζωντανοί με τους νεκρούς ξεχωρίζουν από μερικά τσιγάρα, παράδοξο λαθρεμπόριο, ο Μπάγιε μέσα στην άσπρη τογιότα ζωντανεύει τους νεκρούς και τους περνάει ανάποδα τον Αχέροντα πληρώνοντας τον ναύλο με καπνό.
Ο Ένας: Και πιό κεί;
Ο Άλλος: Ενα γυάλινο σπίτι, και μέσα ένας μπαξές όλο σκουπίδια. Ο ήλιος καίει περίεργα, πρώτα θα ξεραθεί, αλλά ύστερα η στάθμη του νερού θ’ ανεβεί να τον πνίξει. Κι’ ίσως πάλι όχι. Μια πόλη για παρίες παραχρήμα μυστηριώδης από την κατάργηση του χρυσίου. Η εμβρυακή μας ηλικία. Λίγα λεπτά χωρίς οξυγόνο, κοντά στην ανυπαρξία, γινόμαστε λόφοι, ευκάλυπτοι, καταρράκτες. Ο Σίσσυφος μ’ ένα ποδήλατο πάει φωτεινός στον χαμό του, ψάχνει το νόημα πέρα απ’ αυτόν. Ούτε αλτρουϊστής, ούτε νάρκισσος πιά. Δεν είναι ο Ένας ούτε ο Άλλος, είναι ο σε λίγο Κανένας. Ό,τι γλώσσα κι’ άν μίλαγε, την έχει ξεχάσει. Το έπος του, το δράμα, όλα χωράνε σ’ ένα αυγό...
Ο Ένας: Και πιό κεί;
Ο Άλλος: Τίποτα. Ίσως το ποδήλατο. Που κι’ αυτό δεν υπάρχει χωρίς εμάς.
Για τον Ανατόλη Ιβάνοβιτς Τσέκοφ, βιντεάκι.
Ο Άλλος
Από τα Δύο Αδέλφια,
Το Κορίτσι της Διπλανής Πόρτας