Θυμάμαι τη γριά που δεν μπορούσε άλλο να περπατήσει, και τη μάνα με το νεκρό παιδί. Θυμάμαι τον τραυματία στο δρόμο με τους ευκάλυπτους. Κι’ όπως τον σήκωνα, αυτά τα δάχτυλα τρέμαν. Που ήταν πτερύγια τη μέρα που μπήκαμε στη θάλασσα. Γι’ αυτό γυρνάμε εκεί ψάχνοντας λίγη αγάπη;
Κοίτα τα δελφίνια, δεν έχουν κακία.
Λένε ο άνθρωπος εγωϊστής από τη φύση του.
Εγώ, πως επινόησε το εγώ του.
Λένε πως καλωσύνη δεν είναι γραμμένη στα γονίδια.
Εγώ, τα γονίδια τσελεμεντές για πρωτείνες. Δεν βαφτίζουν τους ανθρώπους ωραίους και καλούς. Οι άνθρωποι ορίζουν την ομορφιά αυτό που είναι, κι’ έτσι αλλάζει το νόημά τους διαρκώς.
Λένε πως ο άνθρωπος δεν έχει νόημα.
Τότε να φτιάξει.
Πόσοι κορμοί κυλήσαν στις πλαγιές ώσπου να δει η φαντασία τον πρώτο τροχό;
Που δεν ήταν γραμμένος στων ειδών την εξέλιξη.
Κανένας,
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου