Ποταμόπλοιο στον Κόνγκο , από εδώ.
Μοιάζει σα να το σκέφτηκα μόνο για μια στιγμή
Κι’αχνό να πλέει σα θεριό απόγεμα το είδα
Με καπετάνιο μέθυσο και χωρίς πυξίδα
Και τη σκουριά του κόσμου μέχρι την κουπαστή
Ένα καράβι φάντασμα ένα πλωτό στοιχειό
Στις όχθες φοβηθήκανε λες κι’ έφερνε χολέρα
Δεμένος στο κατάρτι του καθόμουνα εγώ
Κι’είχα σηκώσει στον ιστό ελληνική παντιέρα
Κι’αχνό να πλέει σα θεριό απόγεμα το είδα
Με καπετάνιο μέθυσο και χωρίς πυξίδα
Και τη σκουριά του κόσμου μέχρι την κουπαστή
Ένα καράβι φάντασμα ένα πλωτό στοιχειό
Στις όχθες φοβηθήκανε λες κι’ έφερνε χολέρα
Δεμένος στο κατάρτι του καθόμουνα εγώ
Κι’είχα σηκώσει στον ιστό ελληνική παντιέρα
Τη μέρα που σ’ αντίκρυσα στα μάτια ενός παιδιού
Ένα μικρό φαντάστηκα πως ήμουν πετραδάκι
Που πήρα φόρα κι΄έσπασα το τζάμι του Θεού
Κι’ ήμουνα ναύτης κι’ ήσουνα Ρουάντα καραβάκι
Και στις πηγές μ’ ανέβαζες του ποταμού Κονγκό
Και στον συνταγματάρχη Κουρτζ και στην καρδιά του σκότους
Να φάω τα μυαλά του, το σκώτι, το νεφρό
Να καθαρίσω τους βωμούς, τους νόμους, τους ανθρώπους
Μα σαν το πόδι πάτησα στην ακροποταμιά
Με πιάσανε ιθαγενείς με τόξα οπλισμένοι
Που είχανε τα μούτρα τους βαμμένα με μπογιά
Κι’ ήταν ντυμένοι αλλόκοτα, κι’ ήταν μαστουρωμένοι
Κι’ ήρθε η νύχτα, κι’ έπεφτε απάνω μου βροχή
Το ξύλο και στις λάσπες λίγο πριν λιγοθυμίσω
«Πουθ’ είσαι;» απ’ το έρεβος ακούστη μια φωνή
«Απ’ την Ελλάδα, Κύριε,» τόλμησα να ψελλίσω…
(Ένα τραγούδι του Βασίλη Νικολαΐδη. Υπεύθυνος μεταγραφής: Κανένας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου