Ο ποταμός Νυαμπαρόνγκο, της Fanny Schertzer

(δικαιώματα)

















29 Μαρτίου 2010

Τα πηγαινέλα και παρεδώσε του λοχαγού Μπάγιε Ντιάνε από την Σενεγάλη (Κιγκάλι, 7 Απριλίου - 31 Μαΐου 1994)

Η Αγκάτ Ουιλιιγκιμάνα ήταν χούτου. Είχε γεννηθεί από αγρότες γονείς κοντά στο Μπουτάρε, το 1953. Ήταν καθηγήτρια μαθηματικών, και ανήκε στην μετριοπαθή τάση του MDR. Η Αγκάτ Ουιλιιγκιμάνα ήταν ελάχιστα συμπαθής στο προεδρικό περιβάλλον. Ως υπουργός παιδείας της πρώτης πολυκομματικής κυβέρνησης είχε καταργήσει τις ποσοστώσεις στην εισαγωγή των τούτσι στο πανεπιστήμιο, κι' είχε περιορίσει την σκανδαλωδώς προνομιακή μεταχείριση στις εξετάσεις των μαθητών από το Γκισένι, ιδιαιτέρα πατρίδα του προέδρου Χαμπιαριμάνα. Ωστόσο, τον Ιούλιο του 1993 λίγο πριν την οριστική υπογραφή της συνθήκης της Αρούσα, η Αγκάτ Ουιλιιγκιμάνα διορίστηκε πρωθυπουργός από τον Χαμπιαριμάνα, μετά από εισήγηση του προέδρου του κόμματός της Φαουστέν Τουαγκιραμούνγκου.
Ορίστε η εξήγηση του πολιτικού αυτού παραδόξου:
Ο πρόεδρος της Δημοκρατίας και ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης είχαν συμφωνήσει στην επιλογή της νέας πρωθυπουργού για διαφορετικούς λόγους. Ο Τουαγκιραμούνγκου πήγαινε για πρωθυπουργός της μεταβατικής κυβέρνησης παρά τις αντιδράσεις της σκληροπυρηνικής τάσης του κόμματός του. Έψαχνε, λοιπόν, κάποιον να φορτωθεί το κόστος της υπογραφής της συνθήκης ειρήνης πριν αναλάβει ο ίδιος την πρωθυπουργία. Από την άλλη, ο Χαμπιαριμάνα έλπιζε πως η επιλογή της Αγκάτ Ουιλιιγκιμάνα θα ξεσήκωνε άγριες φουρτούνες ανάμεσα στις δυο αλληλοσπαρασσόμενες τάσεις του MDR, που ήταν και ο βασικός πολιτικός του αντίπαλος. Και δεν έπεσε έξω. Λίγο μετά, οι εσωκομματικοί αντίπαλοι του Τουαγκιραμούνγκου -οι ορκισμένοι πολέμιοι της συνθήκης και οι τουτσιφάγοι- στρίμωξαν την πρωθυπουργό μέσα στο σπίτι της και την υποχρέωσαν να υπογράψει την παραίτησή της. Όμως την επομένη, η Αγκάτ Ουιλιιγκιμάνα βγήκε και είπε τι είχε ακριβώς συμβεί. Η παραίτηση έμεινε σ' εκείνο το χαρτί που είχε υπογράψει δια της βίας, κι' έτσι η πρώτη γυναίκα πρωθυπουργός της Ρουάντας έμεινε στη θέση της μέχρι που δολοφονήθηκε, τα χαράματα της 7ης Απριλίου του 1994. Μαζί με τους περισσότερους σημαίνοντες μετριοπαθείς χούτου, η κυρία Αγκάτ ήταν από τα πρώτα θύματα της Γενοκτονίας.
Να πως έγιναν όλα: μερικές ώρες μετά την κατάρριψη του προεδρικού Φάλκον, η πρωθυπουργός ζήτησε από τον στρατηγό Νταλαίρ την προστασία των κυανοκράνων για να πάει στον κρατικό ραδιοσταθμό. Ήθελε να στείλει σε όλες τις πλευρές το μήνυμα πως η κατάσταση ήταν υπό έλεγχο, πως η χώρα είχε νόμιμη κυβέρνηση, και πως η συνθήκη της Αρούσα ήταν ακόμη σε ισχύ. Ο Νταλαίρ έστειλε στο σπίτι της τρία τζιπ με έντεκα βέλγους αλεξιπτωτιστές της ειρηνευτικής δύναμης. Καθώς όμως ο στρατός και οι ιντεραχάμουε είχαν αποκλείσει με οδοφράγματα τους δρόμους, οι βέλγοι έκαναν τρεις ώρες να φτάσουν στον προορισμό τους. Όταν έφτασαν, το σπίτι είχε ήδη αποκλειστεί από άντρες της προεδρικής φρουράς. Καθώς οι ακραίοι του καθεστώτος είχαν διαδώσει πως οι βέλγοι ήταν πίσω από την δολοφονία του Χαμπιαριμάνα, οι ρουαντέζοι άνοιξαν πυρ στους αλεξιπτωτιστές. Ακινητοποιήθηκαν αυτοί, κανείς δεν έστελνε ενισχύσεις να τους ξελασπώσει, και μην έχοντας σαφείς διαταγές τι έπρεπε να κάνουν σ' αυτή την περίπτωση, παραδόθηκαν. Είχε ξημερώσει όταν τους πήγαν σ' ένα στρατόπεδο των FAR εκεί κοντά. Δύο τους λύντσαραν στον δρόμο. Πέρασε ο Νταλαίρ από εκεί και είδε τα πτώματα, αλλά δεν μπορούσε να κάνει και πολλά. Κι' αυτόν παρατημένο στην τύχη του τον είχαν, έτσι πιστεύω. Κι΄ όποιος δεν κολύμπησε απέναντι να μην περιγελάει αυτόν που πνίγηκε, λέει μια αφρικάνικη παροιμία. Τους υπόλοιπους τους πήραν μέσα στο στρατόπεδο και τους παρέδωσαν στον όχλο των φαντάρων. Μερικοί κατάφεραν να σκοτώσουν έναν στρατιώτη και να του πάρουν το όπλο, οχυρώθηκαν σ' ένα κτίριο και αντιστάθηκαν μέχρι που τέλειωσαν οι σφαίρες. Μετά τους σκότωσαν κι' αυτούς. Τους πέντε γκανέζους που φύλαγαν το σπίτι της πρωθυπουργού, τους άφησαν ελεύθερους.
Η Αγκάτ Ουιλιιγκιμάνα, ο άντρας της και τα παιδιά τους προσπάθησαν να κρυφτούν στο γειτονικό σπίτι ενός υπαλλήλου του ΟΗΕ, καθώς όμως τους κυνήγησαν κι' εκεί, το ζευγάρι φανερώθηκε προκειμένου να γλιτώσει τα παιδιά. Τους εκτέλεσαν και τους δύο αμέσως.
Τα καθέκαστα μαθεύτηκαν από κείνους που κατέφυγαν στο ξενοδοχείο του Μπάγιε τις επόμενες ώρες.


Ο λοχαγός Μπάγιε Ντιάνε υπηρετούσε στους στρατιωτικούς παρατηρητές, το σώμα των άοπλων αξιωματικών της ειρηνευτικής δύναμης που επιτηρούσε τις κινήσεις των δύο υπό συγχώνευση στρατών. Ήταν ευσεβής μουσουλμάνος, παιδί μιας πολυμελούς οικογένειας από την Ντακάρ, κι' ο μόνος από τα αδέλφια του που σπούδασε στο πανεπιστήμιο. Ύστερα κατατάχτηκε στον σενεγαλέζικο στρατό. Ήταν παντρεμένος με δύο παιδιά. Πρέπει να ήταν κάτι παραπάνω από τριάντα χρονών.
Μόλις ο Μπάγιε έμαθε τον θάνατο της Αγκάτ Ουιλιγκιιμάνα, εξαφανίστηκε. Επικοινώνησε αργότερα με έναν συνάδελφο και συμπατριώτη του, και του είπε πως είχε βρει τα παιδιά της πρωθυπουργού, και πως θα προσπαθούσε να τα πάρει από την κρυψώνα τους, γιατί αν οι ιντεραχάμουε γύριζαν θα τα σκότωναν οπωσδήποτε. Εκείνος του είπε πως θα του έστελνε κάλυψη, αλλά αυτό ήταν ανέφικτο, αφού μετά την δολοφονία των βέλγων οι κυανόκρανοι δεν έβγαιναν πια από τους στρατώνες τους. Τότε, ο Μπάγιε έκρυψε τα παιδιά στο αυτοκίνητό του -ένα τετρακίνητο λευκό πικ απ, Νισσάν ή Τογιότα, με τα τεράστια αρχικά UN που βλέπουμε στις ειδήσεις- και περνώντας τα εικοσιέξι οδοφράγματα που ήταν στημένα στην διαδρομή, τα έφερε στο ξενοδοχείο του. Μερικές μέρες αργότερα τα έβαλε σ' ένα αεροπλάνο του ΟΗΕ που θα πέταγε για Ελβετία.
Καθώς οι σφαγές γενικεύτηκαν στο Κιγκάλι κι' άρχισαν και οι μάχες των κυβερνητικών με το FPR, οι μοναχικές εξαφανίσεις του Μπάγιε άρχισαν να γίνονται όλο και πιο συχνές. Από τους ανθρώπους όμως που εμφανίζονταν φουρνιές-φουρνιές στην πίσω αυλή κι' ύστερα εξαφανίζονταν για να δώσουν τη θέση τους σε άλλους, οι ελάχιστοι πελάτες του ξενοδοχείου, όλοι μέλη διεθνών οργανισμών και δημοσιογράφοι που είχαν το τσαγανό να μείνουν στο Κιγκάλι εκείνο τον Απρίλιο, έβγαλαν το συμπέρασμα πως ο Μπάγιε Ντιάνε -κι' αυτό αντίθετα με τις διαταγές που απαγόρευαν στο προσωπικό της ειρηνευτικής δύναμης να ανακατεύονται στις ξένες δουλειές- φυγάδευε τούτσι, κι' ότι από τις περιοχές των κυβερνητικών τους περνούσε στην ζώνη ελέγχου του FPR. Κανένας δεν μπορούσε όμως να εξηγήσει πως κατάφερνε να κρύβει πέντε κι' έξι ανθρώπους κάθε φορά στο πικ απ του, να περνάει σώος από τις γραμμές των εμπολέμων και τα μπλόκα των ιντεραχάμουε, και να ξαναρχίζει το ταξίδι, δύο, τρεις ή και περισσότερες φορές την ίδια μέρα.
Εγώ τον Μπάγιε Ντιάνε δεν τον γνώρισα ποτέ. Όταν έφτασα στην Ρουάντα είχε ήδη σκοτωθεί. Όσα μεταφέρω εδώ είναι αφηγήσεις άλλων. Φαίνεται πάντως πως ο Νταλαίρ δεν τον είχε διαλέξει τυχαία για το πόστο του συνδέσμου με την ηγεσία του κυβερνητικού στρατού, γιατί ο Μπάγιε είχε το εξαιρετικό χάρισμα να κάνει τον οιονδήποτε -βασιλέα ή στρατιώτη, πλούσιο ή πένητα- φίλο του μέσα σε πέντε λεπτά. Μιλούσε με τους πάντες, δημοσιογράφους, ανθρώπους των ανθρωπιστικών οργανώσεων, χαρτογιακάδες του ΟΗΕ, φαντάρους και αξιωματικούς του FPR, απλούς κυανόκρανους και ρουαντέζους πολιτικούς κάθε παράταξης. Και μιλούσε για τα πάντα: από τις μάχες που μαίνονταν στην πόλη μέχρι για το φαβορί στο Κόπα Άφρικα. Κατέγραφε τα πάντα σε μια μικρή βιντεοκάμερα, η οποία βρέθηκε μετά και παραδόθηκε στην γυναίκα του. Ήταν γενναιόδωρος και συγχρόνως πειραχτήρι, συνήθιζε να σε φυτιλιάζει για λίγο πριν σου προσφέρει την φιλία του. Επίσης ήταν ψηλός και μονίμως ευδιάθετος και ανέμελος, πράγμα παράδοξο σ' εκείνες τις συνθήκες.
Προπάντων ευδιάθετος και ανέμελος. Άμα δείχνεις ανέμελος, περνάς παντού. Κατά κάποιο τρόπο οι σφαγείς των δρόμων ήταν πεπεισμένοι πως κάποιος υψηλά ιστάμενος του είχε επιτρέψει να κάνει ό,τι έκανε, αλλιώς δεν θα ήταν έτσι ανέμελος, οπότε αν του δημιουργούσαν προβλήματα, εκείνοι θα βρίσκανε τον μπελά τους κι' όχι ο Μπάγιε. Σ' αυτή την απατηλή εντύπωση συνέβαλε και το γεγονός ότι ο Μπάγιε Ντιάνε δεν ήταν κανάς τυχαίος χαμηλόβαθμος, είχε παρτίδες με την ηγεσία, συνδιαλεγόταν με στρατηγούς και ταξιάρχους και συνταγματάρχες των FAR, και με στελέχη της κυβέρνησης και του κόμματος και των ιντεραχάμουε. Επιπλέον ήταν σενεγαλέζος και οι σενεγαλέζοι ήταν με το μέρος τους γιατί μίλαγαν γαλλικά, ανήκαν στην μεγάλη οικογένεια της γαλλόφωνης Αφρικής. Κι' επιπλέον ο Μπάγιε δεν ήταν ψηλομύτης όπως οι άλλοι του ΟΗΕ, άσπροι και μαύροι. Ήταν -πως το λέμε- δικός τους άνθρωπος, των σφαγέων. Ο Μπάγιε έπρεπε να ήξερε πολύ καλά τον μηχανισμό αυτής της βουβής - και παράλογης επίσης- υποβολής και τον χειριζόταν άψογα. Άλλοτε μερικά τσιγάρα και τίποτε ψιλά έδιναν κάποιο επιπλέον κίνητρο στους εξαθλιωμένους ιντεραχάμουε. Και κανείς δεν έψαχνε το πίσω κάθισμα ή την καρότσα του πικ άπ, κάτω από καμιά κουβέρτα ή κανένα μουσαμά. Κάπως έτσι πρέπει να γινόταν η δουλειά, αν και ποτέ κανείς δεν έμαθε πως ακριβώς ο Μπάγιε κατάφερνε να κάνει τους ανθρώπους αόρατους.
Όχι πως οι ταχυδακτυλουργίες του Μπάγιε ήταν χωρίς κινδύνους. Έπαιζε με κατά συρροήν δολοφόνους, κι' έπαιζε ανάμεσα σε δύο στρατούς που αντάλλασσαν αληθινά πυρά. Έπαιζε την ζωή του στο τάβλι, σε κάθε διαδρομή και σε κάθε οδόφραγμα, πόρτες και φεύγα, ετούτος ο Χουντίνι. Ίσως τα λογοπαίγνια να μην αρμόζουν σ' αυτή την αφήγηση, όμως ο ίδιος ο Μπάγιε Ντιάνε μετήρχετο των πλέον ευφάνταστων και αιφνιδιαστικών ευφυολόγημάτων προκειμένου να μεταμορφώσει τους παράφρονες εκείνους εγκληματίες σε Αγγέλους Κυρίου. Κάποια φορά τον σταμάτησαν οι παρακρατικοί σε ένα μπλόκο, κι' έτυχε να έχει στο αυτοκίνητό του τον Μαρκ Ντόιλ, δημοσιογράφο του BBC, τον οποίο ένας έξαλλος πολιτοφύλακας πέρασε για βέλγο και ήθελε να τον ξεκάνει. Ούρλιαζε ο δολοφόνος, είχε βάλει το κεφάλι του μέσα στο παράθυρο του αυτοκινήτου, και τον απειλούσε με μία απασφαλισμένη χειροβομβίδα αιγυπτιακής κατασκευής.
-Όχι, όχι, του είπε πρόσχαρα ο Μπάγιε, "εγώ είμαι ο βέλγος, ο βέλγος εδώ πέρα είμαι εγώ, να, κοίτα, μαύρος βέλγος!"
Ο άλλος χαλάρωσε.
- Άμα θες να ξέρεις, του εξήγησε μετά ο Μπάγιε, "αυτός είναι του BBC, είναι εγγλέζος, καμία σχέση με βέλγο, δες την ταυτότητά του."
Κι' ο άλλος, που πιθανότατα να μην ήξερε κι' ανάγνωση, τους άφησε να περάσουν.
Ο Μπάγιε Ντιάνε ήταν δύσπιστος με τα μέσα μαζικής ενημέρωσης.
-Γιατί λες συνέχεια πως οι ιντεραχάμουε σκοτώνουν τους τούτσι; ρώτησε κάποτε τον Ντόιλ.
-Γιατί τους σκοτώνουν, απάντησε ο Ντόιλ.
-Ναι, αλλά άμα το λες κάνεις την δουλειά μας δυσκολότερη, του είπε ο Μπάγιε.
Κι' από μία πλευρά είχε δίκιο. Μέσα από εκατομμύρια οθόνες, η οικουμένη κοίταζε την φρίκη της τελευταίας Γενοκτονίας του εικοστού αιώνα από τον καναπέ της με εγρήγορση σαλίγκαρου. Καμία αντίδραση. Και στο Συμβούλιο Ασφαλείας, εκείνοι που ήθελαν -η Νιγηρία και η Τσεχοσλοβακία- δεν μπορούσαν. Κι' εκείνοι που μπορούσαν, δεν ήθελαν. Η Μαντλήν Ολμπράϊτ απέδωσε εκείνη την αδράνεια στην σύγχιση και την κακή πληροφόρηση που επικρατούσαν εκείνη την εποχή. Ο Μπιλ Κλίντον στην άσκημη εμπειρία της αμερικάνικης εμπλοκής στην Σομαλία. Όμως το Πεντάγωνο, οι μυστικές υπηρεσίες, οι διπλωμάτες, και ήξεραν και μπορούσαν. Απλώς μπλόκαραν τις αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας για να δώσουν χρόνο στον Καγκάμε να πάρει την εξουσία. Τότε βέβαια δεν ξέραμε τι να υποθέσουμε σχετικά με το γιατί οι αμερικάνοι ήθελαν να πάρει την εξουσία ο Καγκάμε. Μετά το μάθαμε. κι' ο Κλίντον μάλλον ποτέ. Οι αμερικάνοι πρόεδροι ξέρουν ελάχιστα και καταλαβαίνουν καθόλου. Η διαμόρφωση των στρατηγικών είναι πολύπλοκη υπόθεση, εμπλέκονται πολλές δυνάμεις, ο πρόεδρος είναι το σημείο που εφαρμόζονται και συνθέτουν την συνιστώσα, ο πρόεδρος νομίζει πως αποφασίζει.
Εν τω μεταξύ, ο Μπάγιε είχε σώσει εκατό, διακόσιους, ίσως χίλιους ανθρώπους. Που είναι βεβαίως σταγόνα στον ωκεανό σε σύγκριση με το ένα εκατομμύριο νεκρούς που στοίχισε εκείνη η αδράνεια. Αλλά για κείνους τους εκατό, τους διακόσιους ή τους χίλιους, η συνάντηση με τον Μπάγιε ήταν κάτι παραπάνω από το χαίρω πολύ για την γνωριμία.
Τσακώθηκαν ο Μαρκ με τον Μπάγιε μετά από αυτήν την συζήτηση. Παρέμειναν όμως φίλοι.
Παραδόξως, τον Μπάγιε Ντιάνε δεν τον σκότωσαν ούτε οι ιντεραχάμουε ούτε οι FAR. Στις 31 Μαΐου, καθώς επέστρεφε στο στρατηγείο της ειρηνευτικής δύναμης σταμάτησε για λίγο σ' ένα μπλόκο. Ετοιμαζόταν να περάσει, όταν ένα βλήμα από όλμο του FPR έσκασε πίσω από το αμάξι του. Ένα θραύσμα πέρασε από το τζάμι και τον πήρε στο κεφάλι.
Το νέο κυκλοφόρησε αστραπιαία παντού. Στους συναδέλφους του, στους υπαλλήλους του ΟΗΕ, στους δημοσιογράφους, σ' όλους. Τον βρήκαν στο αυτοκίνητό του λουσμένο στα αίματα. Τα χάσανε. Το Κιγκάλι ήταν γεμάτο πτώματα, αλλά μ' αυτόν ήταν αλλοιώς, τον ξέρανε, πριν λίγο τους μίλαγε, μόλις τους είχε χαιρετήσει, ίσως τους είχε πει σε πόση ώρα θα επέστρεφε. Τώρα γύρευαν την επίσημη στολή του να τον ντύσουν, κι' έναν από κείνους τους ειδικούς σάκους με φερμουάρ που βάζουν τους νεκρούς, ήθελαν να κάνουν τα πράγματα σωστά, να δείξουν λίγο σεβασμό, αλλά σάκος δεν βρισκόταν σ' όλη την αποστολή, κανείς δεν ήξερε τι ακριβώς έπρεπε να γίνει, τελικώς τον τύλιξαν σ' έναν γαλάζιο μουσαμά της UNICEF, δεν χώραγε, τα πόδια του περίσσευαν, ο Μπάγιε ήταν μακρυπόδαρος, πολύ ψηλός.
Την άλλη μέρα τον χαιρέτησαν με αναφιλητά στο αεροδρόμιο.



Εδώ έχει ένα βίντεο και τρείς συνεντεύξεις για τον Μπάγιε Ντιάνε, από το ντοκυμαντέρ ghosts of rwanda

1 σχόλιο:

Alex είπε...

Συναρπαστική αφήγηση!