Ρουάντα: Νησιωτική Δημοκρατία της Ανατολικής Μεσογείου, κειμένη ΝΔ της Πελοποννήσου, χωριζόμενη δε εξ αυτής διά του Πορθμού της Μάνης. Έκτασις: 26.338 τ. χλμ. Πληθυσμός: 10.266.470 κατ. (84 % Βαχούτου, 15 % Βατούσι, 1 % Βατουά, όπως επίσης 1523 μέτοικοι εκ Χίου, Μυτιλήνης, Σάμου και άλλων νήσων του Αιγαίου, οι οποίοι εισήγαγον εις την Ρουάνταν την καλλιέργειαν της ελαίας, του μαστιχοδένδρου και των εσπεριδοειδών). Πρωτεύουσα: Κιγκάλι. Άλλαι πόλεις: Μπουτάρε, Ρουενγκέρι, Γισένι κ.α. Επίσημος γλώσσα: Κινιαρουάντα. Άλλαι ομιλούμεναι γλώσσαι: Σουαχίλι, Αγγλική, Γαλλική, Ελληνική.
29 Μαρτίου 2010
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΤΗΣ ΡΟΥΑΝΤΑΣ
Ρουάντα: Νησιωτική Δημοκρατία της Ανατολικής Μεσογείου, κειμένη ΝΔ της Πελοποννήσου, χωριζόμενη δε εξ αυτής διά του Πορθμού της Μάνης. Έκτασις: 26.338 τ. χλμ. Πληθυσμός: 10.266.470 κατ. (84 % Βαχούτου, 15 % Βατούσι, 1 % Βατουά, όπως επίσης 1523 μέτοικοι εκ Χίου, Μυτιλήνης, Σάμου και άλλων νήσων του Αιγαίου, οι οποίοι εισήγαγον εις την Ρουάνταν την καλλιέργειαν της ελαίας, του μαστιχοδένδρου και των εσπεριδοειδών). Πρωτεύουσα: Κιγκάλι. Άλλαι πόλεις: Μπουτάρε, Ρουενγκέρι, Γισένι κ.α. Επίσημος γλώσσα: Κινιαρουάντα. Άλλαι ομιλούμεναι γλώσσαι: Σουαχίλι, Αγγλική, Γαλλική, Ελληνική.
Τα πηγαινέλα και παρεδώσε του λοχαγού Μπάγιε Ντιάνε από την Σενεγάλη (Κιγκάλι, 7 Απριλίου - 31 Μαΐου 1994)
Ορίστε η εξήγηση του πολιτικού αυτού παραδόξου:
Ο πρόεδρος της Δημοκρατίας και ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης είχαν συμφωνήσει στην επιλογή της νέας πρωθυπουργού για διαφορετικούς λόγους. Ο Τουαγκιραμούνγκου πήγαινε για πρωθυπουργός της μεταβατικής κυβέρνησης παρά τις αντιδράσεις της σκληροπυρηνικής τάσης του κόμματός του. Έψαχνε, λοιπόν, κάποιον να φορτωθεί το κόστος της υπογραφής της συνθήκης ειρήνης πριν αναλάβει ο ίδιος την πρωθυπουργία. Από την άλλη, ο Χαμπιαριμάνα έλπιζε πως η επιλογή της Αγκάτ Ουιλιιγκιμάνα θα ξεσήκωνε άγριες φουρτούνες ανάμεσα στις δυο αλληλοσπαρασσόμενες τάσεις του MDR, που ήταν και ο βασικός πολιτικός του αντίπαλος. Και δεν έπεσε έξω. Λίγο μετά, οι εσωκομματικοί αντίπαλοι του Τουαγκιραμούνγκου -οι ορκισμένοι πολέμιοι της συνθήκης και οι τουτσιφάγοι- στρίμωξαν την πρωθυπουργό μέσα στο σπίτι της και την υποχρέωσαν να υπογράψει την παραίτησή της. Όμως την επομένη, η Αγκάτ Ουιλιιγκιμάνα βγήκε και είπε τι είχε ακριβώς συμβεί. Η παραίτηση έμεινε σ' εκείνο το χαρτί που είχε υπογράψει δια της βίας, κι' έτσι η πρώτη γυναίκα πρωθυπουργός της Ρουάντας έμεινε στη θέση της μέχρι που δολοφονήθηκε, τα χαράματα της 7ης Απριλίου του 1994. Μαζί με τους περισσότερους σημαίνοντες μετριοπαθείς χούτου, η κυρία Αγκάτ ήταν από τα πρώτα θύματα της Γενοκτονίας.
Να πως έγιναν όλα: μερικές ώρες μετά την κατάρριψη του προεδρικού Φάλκον, η πρωθυπουργός ζήτησε από τον στρατηγό Νταλαίρ την προστασία των κυανοκράνων για να πάει στον κρατικό ραδιοσταθμό. Ήθελε να στείλει σε όλες τις πλευρές το μήνυμα πως η κατάσταση ήταν υπό έλεγχο, πως η χώρα είχε νόμιμη κυβέρνηση, και πως η συνθήκη της Αρούσα ήταν ακόμη σε ισχύ. Ο Νταλαίρ έστειλε στο σπίτι της τρία τζιπ με έντεκα βέλγους αλεξιπτωτιστές της ειρηνευτικής δύναμης. Καθώς όμως ο στρατός και οι ιντεραχάμουε είχαν αποκλείσει με οδοφράγματα τους δρόμους, οι βέλγοι έκαναν τρεις ώρες να φτάσουν στον προορισμό τους. Όταν έφτασαν, το σπίτι είχε ήδη αποκλειστεί από άντρες της προεδρικής φρουράς. Καθώς οι ακραίοι του καθεστώτος είχαν διαδώσει πως οι βέλγοι ήταν πίσω από την δολοφονία του Χαμπιαριμάνα, οι ρουαντέζοι άνοιξαν πυρ στους αλεξιπτωτιστές. Ακινητοποιήθηκαν αυτοί, κανείς δεν έστελνε ενισχύσεις να τους ξελασπώσει, και μην έχοντας σαφείς διαταγές τι έπρεπε να κάνουν σ' αυτή την περίπτωση, παραδόθηκαν. Είχε ξημερώσει όταν τους πήγαν σ' ένα στρατόπεδο των FAR εκεί κοντά. Δύο τους λύντσαραν στον δρόμο. Πέρασε ο Νταλαίρ από εκεί και είδε τα πτώματα, αλλά δεν μπορούσε να κάνει και πολλά. Κι' αυτόν παρατημένο στην τύχη του τον είχαν, έτσι πιστεύω. Κι΄ όποιος δεν κολύμπησε απέναντι να μην περιγελάει αυτόν που πνίγηκε, λέει μια αφρικάνικη παροιμία. Τους υπόλοιπους τους πήραν μέσα στο στρατόπεδο και τους παρέδωσαν στον όχλο των φαντάρων. Μερικοί κατάφεραν να σκοτώσουν έναν στρατιώτη και να του πάρουν το όπλο, οχυρώθηκαν σ' ένα κτίριο και αντιστάθηκαν μέχρι που τέλειωσαν οι σφαίρες. Μετά τους σκότωσαν κι' αυτούς. Τους πέντε γκανέζους που φύλαγαν το σπίτι της πρωθυπουργού, τους άφησαν ελεύθερους.
Η Αγκάτ Ουιλιιγκιμάνα, ο άντρας της και τα παιδιά τους προσπάθησαν να κρυφτούν στο γειτονικό σπίτι ενός υπαλλήλου του ΟΗΕ, καθώς όμως τους κυνήγησαν κι' εκεί, το ζευγάρι φανερώθηκε προκειμένου να γλιτώσει τα παιδιά. Τους εκτέλεσαν και τους δύο αμέσως.
Τα καθέκαστα μαθεύτηκαν από κείνους που κατέφυγαν στο ξενοδοχείο του Μπάγιε τις επόμενες ώρες.
Ο λοχαγός Μπάγιε Ντιάνε υπηρετούσε στους στρατιωτικούς παρατηρητές, το σώμα των άοπλων αξιωματικών της ειρηνευτικής δύναμης που επιτηρούσε τις κινήσεις των δύο υπό συγχώνευση στρατών. Ήταν ευσεβής μουσουλμάνος, παιδί μιας πολυμελούς οικογένειας από την Ντακάρ, κι' ο μόνος από τα αδέλφια του που σπούδασε στο πανεπιστήμιο. Ύστερα κατατάχτηκε στον σενεγαλέζικο στρατό. Ήταν παντρεμένος με δύο παιδιά. Πρέπει να ήταν κάτι παραπάνω από τριάντα χρονών.
Μόλις ο Μπάγιε έμαθε τον θάνατο της Αγκάτ Ουιλιγκιιμάνα, εξαφανίστηκε. Επικοινώνησε αργότερα με έναν συνάδελφο και συμπατριώτη του, και του είπε πως είχε βρει τα παιδιά της πρωθυπουργού, και πως θα προσπαθούσε να τα πάρει από την κρυψώνα τους, γιατί αν οι ιντεραχάμουε γύριζαν θα τα σκότωναν οπωσδήποτε. Εκείνος του είπε πως θα του έστελνε κάλυψη, αλλά αυτό ήταν ανέφικτο, αφού μετά την δολοφονία των βέλγων οι κυανόκρανοι δεν έβγαιναν πια από τους στρατώνες τους. Τότε, ο Μπάγιε έκρυψε τα παιδιά στο αυτοκίνητό του -ένα τετρακίνητο λευκό πικ απ, Νισσάν ή Τογιότα, με τα τεράστια αρχικά UN που βλέπουμε στις ειδήσεις- και περνώντας τα εικοσιέξι οδοφράγματα που ήταν στημένα στην διαδρομή, τα έφερε στο ξενοδοχείο του. Μερικές μέρες αργότερα τα έβαλε σ' ένα αεροπλάνο του ΟΗΕ που θα πέταγε για Ελβετία.
Καθώς οι σφαγές γενικεύτηκαν στο Κιγκάλι κι' άρχισαν και οι μάχες των κυβερνητικών με το FPR, οι μοναχικές εξαφανίσεις του Μπάγιε άρχισαν να γίνονται όλο και πιο συχνές. Από τους ανθρώπους όμως που εμφανίζονταν φουρνιές-φουρνιές στην πίσω αυλή κι' ύστερα εξαφανίζονταν για να δώσουν τη θέση τους σε άλλους, οι ελάχιστοι πελάτες του ξενοδοχείου, όλοι μέλη διεθνών οργανισμών και δημοσιογράφοι που είχαν το τσαγανό να μείνουν στο Κιγκάλι εκείνο τον Απρίλιο, έβγαλαν το συμπέρασμα πως ο Μπάγιε Ντιάνε -κι' αυτό αντίθετα με τις διαταγές που απαγόρευαν στο προσωπικό της ειρηνευτικής δύναμης να ανακατεύονται στις ξένες δουλειές- φυγάδευε τούτσι, κι' ότι από τις περιοχές των κυβερνητικών τους περνούσε στην ζώνη ελέγχου του FPR. Κανένας δεν μπορούσε όμως να εξηγήσει πως κατάφερνε να κρύβει πέντε κι' έξι ανθρώπους κάθε φορά στο πικ απ του, να περνάει σώος από τις γραμμές των εμπολέμων και τα μπλόκα των ιντεραχάμουε, και να ξαναρχίζει το ταξίδι, δύο, τρεις ή και περισσότερες φορές την ίδια μέρα.
Εγώ τον Μπάγιε Ντιάνε δεν τον γνώρισα ποτέ. Όταν έφτασα στην Ρουάντα είχε ήδη σκοτωθεί. Όσα μεταφέρω εδώ είναι αφηγήσεις άλλων. Φαίνεται πάντως πως ο Νταλαίρ δεν τον είχε διαλέξει τυχαία για το πόστο του συνδέσμου με την ηγεσία του κυβερνητικού στρατού, γιατί ο Μπάγιε είχε το εξαιρετικό χάρισμα να κάνει τον οιονδήποτε -βασιλέα ή στρατιώτη, πλούσιο ή πένητα- φίλο του μέσα σε πέντε λεπτά. Μιλούσε με τους πάντες, δημοσιογράφους, ανθρώπους των ανθρωπιστικών οργανώσεων, χαρτογιακάδες του ΟΗΕ, φαντάρους και αξιωματικούς του FPR, απλούς κυανόκρανους και ρουαντέζους πολιτικούς κάθε παράταξης. Και μιλούσε για τα πάντα: από τις μάχες που μαίνονταν στην πόλη μέχρι για το φαβορί στο Κόπα Άφρικα. Κατέγραφε τα πάντα σε μια μικρή βιντεοκάμερα, η οποία βρέθηκε μετά και παραδόθηκε στην γυναίκα του. Ήταν γενναιόδωρος και συγχρόνως πειραχτήρι, συνήθιζε να σε φυτιλιάζει για λίγο πριν σου προσφέρει την φιλία του. Επίσης ήταν ψηλός και μονίμως ευδιάθετος και ανέμελος, πράγμα παράδοξο σ' εκείνες τις συνθήκες.
Προπάντων ευδιάθετος και ανέμελος. Άμα δείχνεις ανέμελος, περνάς παντού. Κατά κάποιο τρόπο οι σφαγείς των δρόμων ήταν πεπεισμένοι πως κάποιος υψηλά ιστάμενος του είχε επιτρέψει να κάνει ό,τι έκανε, αλλιώς δεν θα ήταν έτσι ανέμελος, οπότε αν του δημιουργούσαν προβλήματα, εκείνοι θα βρίσκανε τον μπελά τους κι' όχι ο Μπάγιε. Σ' αυτή την απατηλή εντύπωση συνέβαλε και το γεγονός ότι ο Μπάγιε Ντιάνε δεν ήταν κανάς τυχαίος χαμηλόβαθμος, είχε παρτίδες με την ηγεσία, συνδιαλεγόταν με στρατηγούς και ταξιάρχους και συνταγματάρχες των FAR, και με στελέχη της κυβέρνησης και του κόμματος και των ιντεραχάμουε. Επιπλέον ήταν σενεγαλέζος και οι σενεγαλέζοι ήταν με το μέρος τους γιατί μίλαγαν γαλλικά, ανήκαν στην μεγάλη οικογένεια της γαλλόφωνης Αφρικής. Κι' επιπλέον ο Μπάγιε δεν ήταν ψηλομύτης όπως οι άλλοι του ΟΗΕ, άσπροι και μαύροι. Ήταν -πως το λέμε- δικός τους άνθρωπος, των σφαγέων. Ο Μπάγιε έπρεπε να ήξερε πολύ καλά τον μηχανισμό αυτής της βουβής - και παράλογης επίσης- υποβολής και τον χειριζόταν άψογα. Άλλοτε μερικά τσιγάρα και τίποτε ψιλά έδιναν κάποιο επιπλέον κίνητρο στους εξαθλιωμένους ιντεραχάμουε. Και κανείς δεν έψαχνε το πίσω κάθισμα ή την καρότσα του πικ άπ, κάτω από καμιά κουβέρτα ή κανένα μουσαμά. Κάπως έτσι πρέπει να γινόταν η δουλειά, αν και ποτέ κανείς δεν έμαθε πως ακριβώς ο Μπάγιε κατάφερνε να κάνει τους ανθρώπους αόρατους.
Όχι πως οι ταχυδακτυλουργίες του Μπάγιε ήταν χωρίς κινδύνους. Έπαιζε με κατά συρροήν δολοφόνους, κι' έπαιζε ανάμεσα σε δύο στρατούς που αντάλλασσαν αληθινά πυρά. Έπαιζε την ζωή του στο τάβλι, σε κάθε διαδρομή και σε κάθε οδόφραγμα, πόρτες και φεύγα, ετούτος ο Χουντίνι. Ίσως τα λογοπαίγνια να μην αρμόζουν σ' αυτή την αφήγηση, όμως ο ίδιος ο Μπάγιε Ντιάνε μετήρχετο των πλέον ευφάνταστων και αιφνιδιαστικών ευφυολόγημάτων προκειμένου να μεταμορφώσει τους παράφρονες εκείνους εγκληματίες σε Αγγέλους Κυρίου. Κάποια φορά τον σταμάτησαν οι παρακρατικοί σε ένα μπλόκο, κι' έτυχε να έχει στο αυτοκίνητό του τον Μαρκ Ντόιλ, δημοσιογράφο του BBC, τον οποίο ένας έξαλλος πολιτοφύλακας πέρασε για βέλγο και ήθελε να τον ξεκάνει. Ούρλιαζε ο δολοφόνος, είχε βάλει το κεφάλι του μέσα στο παράθυρο του αυτοκινήτου, και τον απειλούσε με μία απασφαλισμένη χειροβομβίδα αιγυπτιακής κατασκευής.
-Όχι, όχι, του είπε πρόσχαρα ο Μπάγιε, "εγώ είμαι ο βέλγος, ο βέλγος εδώ πέρα είμαι εγώ, να, κοίτα, μαύρος βέλγος!"
Ο άλλος χαλάρωσε.
- Άμα θες να ξέρεις, του εξήγησε μετά ο Μπάγιε, "αυτός είναι του BBC, είναι εγγλέζος, καμία σχέση με βέλγο, δες την ταυτότητά του."
Κι' ο άλλος, που πιθανότατα να μην ήξερε κι' ανάγνωση, τους άφησε να περάσουν.
Ο Μπάγιε Ντιάνε ήταν δύσπιστος με τα μέσα μαζικής ενημέρωσης.
-Γιατί λες συνέχεια πως οι ιντεραχάμουε σκοτώνουν τους τούτσι; ρώτησε κάποτε τον Ντόιλ.
-Γιατί τους σκοτώνουν, απάντησε ο Ντόιλ.
-Ναι, αλλά άμα το λες κάνεις την δουλειά μας δυσκολότερη, του είπε ο Μπάγιε.
Κι' από μία πλευρά είχε δίκιο. Μέσα από εκατομμύρια οθόνες, η οικουμένη κοίταζε την φρίκη της τελευταίας Γενοκτονίας του εικοστού αιώνα από τον καναπέ της με εγρήγορση σαλίγκαρου. Καμία αντίδραση. Και στο Συμβούλιο Ασφαλείας, εκείνοι που ήθελαν -η Νιγηρία και η Τσεχοσλοβακία- δεν μπορούσαν. Κι' εκείνοι που μπορούσαν, δεν ήθελαν. Η Μαντλήν Ολμπράϊτ απέδωσε εκείνη την αδράνεια στην σύγχιση και την κακή πληροφόρηση που επικρατούσαν εκείνη την εποχή. Ο Μπιλ Κλίντον στην άσκημη εμπειρία της αμερικάνικης εμπλοκής στην Σομαλία. Όμως το Πεντάγωνο, οι μυστικές υπηρεσίες, οι διπλωμάτες, και ήξεραν και μπορούσαν. Απλώς μπλόκαραν τις αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας για να δώσουν χρόνο στον Καγκάμε να πάρει την εξουσία. Τότε βέβαια δεν ξέραμε τι να υποθέσουμε σχετικά με το γιατί οι αμερικάνοι ήθελαν να πάρει την εξουσία ο Καγκάμε. Μετά το μάθαμε. κι' ο Κλίντον μάλλον ποτέ. Οι αμερικάνοι πρόεδροι ξέρουν ελάχιστα και καταλαβαίνουν καθόλου. Η διαμόρφωση των στρατηγικών είναι πολύπλοκη υπόθεση, εμπλέκονται πολλές δυνάμεις, ο πρόεδρος είναι το σημείο που εφαρμόζονται και συνθέτουν την συνιστώσα, ο πρόεδρος νομίζει πως αποφασίζει.
Εν τω μεταξύ, ο Μπάγιε είχε σώσει εκατό, διακόσιους, ίσως χίλιους ανθρώπους. Που είναι βεβαίως σταγόνα στον ωκεανό σε σύγκριση με το ένα εκατομμύριο νεκρούς που στοίχισε εκείνη η αδράνεια. Αλλά για κείνους τους εκατό, τους διακόσιους ή τους χίλιους, η συνάντηση με τον Μπάγιε ήταν κάτι παραπάνω από το χαίρω πολύ για την γνωριμία.
Τσακώθηκαν ο Μαρκ με τον Μπάγιε μετά από αυτήν την συζήτηση. Παρέμειναν όμως φίλοι.
Παραδόξως, τον Μπάγιε Ντιάνε δεν τον σκότωσαν ούτε οι ιντεραχάμουε ούτε οι FAR. Στις 31 Μαΐου, καθώς επέστρεφε στο στρατηγείο της ειρηνευτικής δύναμης σταμάτησε για λίγο σ' ένα μπλόκο. Ετοιμαζόταν να περάσει, όταν ένα βλήμα από όλμο του FPR έσκασε πίσω από το αμάξι του. Ένα θραύσμα πέρασε από το τζάμι και τον πήρε στο κεφάλι.
Το νέο κυκλοφόρησε αστραπιαία παντού. Στους συναδέλφους του, στους υπαλλήλους του ΟΗΕ, στους δημοσιογράφους, σ' όλους. Τον βρήκαν στο αυτοκίνητό του λουσμένο στα αίματα. Τα χάσανε. Το Κιγκάλι ήταν γεμάτο πτώματα, αλλά μ' αυτόν ήταν αλλοιώς, τον ξέρανε, πριν λίγο τους μίλαγε, μόλις τους είχε χαιρετήσει, ίσως τους είχε πει σε πόση ώρα θα επέστρεφε. Τώρα γύρευαν την επίσημη στολή του να τον ντύσουν, κι' έναν από κείνους τους ειδικούς σάκους με φερμουάρ που βάζουν τους νεκρούς, ήθελαν να κάνουν τα πράγματα σωστά, να δείξουν λίγο σεβασμό, αλλά σάκος δεν βρισκόταν σ' όλη την αποστολή, κανείς δεν ήξερε τι ακριβώς έπρεπε να γίνει, τελικώς τον τύλιξαν σ' έναν γαλάζιο μουσαμά της UNICEF, δεν χώραγε, τα πόδια του περίσσευαν, ο Μπάγιε ήταν μακρυπόδαρος, πολύ ψηλός.
Την άλλη μέρα τον χαιρέτησαν με αναφιλητά στο αεροδρόμιο.
Εδώ έχει ένα βίντεο και τρείς συνεντεύξεις για τον Μπάγιε Ντιάνε, από το ντοκυμαντέρ ghosts of rwanda
26 Μαρτίου 2010
Ο τραυματίας (Κιγκέμπε, Κυριακή 23. 4. 1995, ανήμερα του Πάσχα)
Η βουτιά στη θάλασσα
Βούτηξα
Την επιφάνεια νογώντας ουρανό
Κι’είδα τα δάση του βυθού
Κι’ υψώματα μιάς άλλης Ηπείρου
Στα γλαρά του πέλαγους μάτια
Μιά σμέρνα
Σύρθηκε στο θαλάμι της
Μου έδειξε τον κίνδυνο, μαύρες κηλίδες στο κίτρινο
Μιά λεοπάρδαλη νωχελική
Κάποτε μας γέννησε μαζί η μία σάρκα
Δίχως ανάγκη
Τον επιούσιο κατάρα κι’ ενοχή
Τώρα ζυγιάζαν βαρύτης και άνωση
Μιά χώρα μετέωρη
Χωρίς τη θλίψη
Κι' είδα τον Μπάγιε
Ανάσκελα στα βράχια και τα φύκια
Μαργαριτάρια να βγάζει απο το στόμα του
Τα πελώρια τα χέρια του
Κουνώντας
-Είμαι τ' Αλάτι, φώναξε, και το νερό
Που νοστιμίζει μιά στιγμή όσο βυθίζεσαι και πιο βαθιά
Στην επιφάνεια σε σπρώχνει πιο πολύ
Στον ουρανό χρωματιστοί χαρταετοί
Σαν σημαδούρα
Ως να μην είναι τρέλλα ή γιορτή
Μα πανηγύρι μόνο τ’ Αη Γιωργιού
Οπου χαρά και πίκρα χωνεύει
Και νοσταλγία γυρισμού σε τόπους χλοερούς
Να μνημονεύεις τη δροσιά τους κι’ έρχονται...
Το δελφίνι αγκάλιασα. Κι’ απόσταση έπαψε.
Κανένας
25 Μαρτίου 2010
Αντικρουόμενες αφηγήσεις, εικασίες και φήμες...
Στην Ρουάντα επικοινωνούσαμε με κάτι γουόκι-τόκι σαν εκείνα των τροχονόμων, τα είχαμε συντονισμένα μονίμως σε μία συγκεκριμένη συχνότητα, τα υπόλοιπα κανάλια ήταν αποκλειστικά για τους κυανόκρανους. Ο λόγος προφανής: εκτός εργασίας, τα χρησιμοποιούσαμε για τις κοινωνικές μας συναναστροφές, δίναμε ραντεβού για καφέ, για φαΐ, κάναμε πλάκες, οι κυρίες της αποστολής της Ύπατης Αρμοστείας για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα μιλούσαν για αφρικανικά υφάσματα και μανικιούρ, έβγαινε ένα απερίγραπτο κομφούζιο στον αέρα, δεν μπορούσαν οι άλλοι να κάνουν τη δουλειά τους, μας δώσανε ένα κανάλι να μας ξεφορτωθούνε. Οι ακροάσεις ήταν ανοιχτές για όλους, και όλοι σχεδόν γνωριζόμασταν μεταξύ μας. Θέλω να πω γνωριζόμασταν όχι μόνο με τα ονόματα αλλά και με τους κωδικούς του ραδιοασυρμάτου που μας υποχρέωναν να χρησιμοποιούμε δήθεν για ασφάλεια. Έτσι, μπορούσες να πληροφορηθείς, λόγου χάριν, πως η Χοτέλ Ρόμεο τρία Άλφα πέντε θα περνούσε την νύχτα της στο σπίτι του Χοτέλ Ρόμεο τέσσερα Μπράβο οκτώ, όμως την συζήτηση την άκουσε δυστυχώς και η Χοτέλ Ρόμεο τέσσερα Μπράβο τρία που ήταν η μόνιμη συνοδός του Χοτέλ Ρόμεο τέσσερα Μπράβο οκτώ, και πήγε πνέοντας μένεα στο σπίτι του μασκαρατζίκου, και καθώς δεν είχε την λεπτότητα να προειδοποιήσει, έγινε της κακομοίρας.
Την ώρα που εμείς παλεύαμε με τα κανάλια, τα παράσιτα και τις αδιακρισίες των υψηλών συχνοτήτων, ο κανονικός κόσμος ζούσε στον πυρετό της κινητής τηλεφωνίας, των έξυπνων οπλικών συστημάτων και του Νιντέντο. Η ζήτηση ενός άγνωστου σ' εμάς τους αδαείς ορυκτού, του κολομβοτανταλίτη, εκτοξεύτηκε στο διάστημα. Και κολομβοτανταλίτης -άλλως κολτάνιο για τους μυημένους στα γεωπολιτικά της περιοχής- υπήρχε άφθονος στο ανατολικό τότε Ζαΐρ και νυν Κονγκό, στο Κιβού δηλαδή, εκεί όπου ο Πωλ Καγκάμε μπήκε -αρχές του 1996- να ξεκάνει τους πρόσφυγες και με την ευκαιρία έμεινε επ' αορίστω.
Τα Αντόνοφ πάνε κι' έρχονται στο αεροδρόμιο της Γκόμα και του Μπουκαβού, προσγειώνονται, φορτώνουν κι' απογειώνονται ξανά, Καζακστάν, Κίνα, εκεί γίνεται η επεξεργασία, κι' από εκεί φεύγει για τους κατασκευαστές.
Το FPR είναι στρατός και συγχρόνως εμπορική επιχείρηση, έχει ειδικό λογιστήριο για το κολτάνιο, φέρνει και τους φυλακισμένους από την Ρουάντα να σκάβουν στις εξορύξεις δωρεάν. Μία εταιρία από το Οχάϊο, η Ηγκλ Γουίνγκς, θυγατρική του κολοσσού Τρίνιτεκ Ιντερνάσιοναλ, διατηρεί αγαθότατες σχέσεις με τον Πωλ Καγκάμε και τους εκλεκτούς του καθεστώτος του, και αγοράζει σχεδόν όλο το μετάλλευμα που εξορύσσεται στην ελεγχόμενη από το FPR περιοχή.
Το κολτάνιο κάνει παράξενα ταξίδια, περνάει τράνζιτ, για παράδειγμα, μέσω Νοτίου Αφρικής με πλαστά παραστατικά, ύστερα η παρτίδα πουλιέται στην Σταρκ, μία θυγατρική της Μπάγιερ στην Ταϊλάνδη, και η Σταρκ κάνει την πληρωμή σε μία ολλανδέζικη φίρμα που παρέχει λογιστική υποστήριξη στην Ηγκλ Γουίνγκς. Έτσι, δεν ξέρουμε ποιοι κατασκευαστές στον κόσμο χρησιμοποιούν τον κογκολέζικο κολομβοτανταλίτη και ποιοι όχι.
Κολτάνιο σπρώχνουνε από την δική τους ζώνη και οι ουγκαντέζοι, το στέλνουν με καμιόνια στο Έντεμπε κι' από εκεί τα γνωστά. Βασικός παράγων στην επιχείρηση είναι ο αδελφός του Μουσεβένι, εκείνος που έφτασε με τα τζίπ να επιβάλει τον Πωλ στην ηγεσία του FPR το 1990.
Τόσο πολύ κολτάνιο έφυγε από το Κονγκό που τελικώς δημιουργήθηκε κρίση υπερπροσφοράς, οι τιμές κατέρρευσαν, φαντάζομαι η Ηγκλ Γουίνγκς να συνέχισε να αγοράζει στις σκοτωμένες τιμές, δεν είναι η τιμή του στο χρηματιστήριο που μετράει αλλά ο έλεγχος των αποθεμάτων. Οι αυστραλοί θα πάθανε νίλα, το υποθέτω αυτό διότι πριν τον πόλεμο του Κονγκό, η Αυστραλία ήταν η πρώτη παραγωγός χώρα του πλανήτη, αλλά στο κόστος που δουλεύουνε πάνε για φαλιμέντο.
Το καλοκαίρι του 1994, προτού μπλέξω μ' όλα αυτά, είχα πάει διακοπές στην Ανάφη. Μόνος μου. Γιατί όταν είσαι μόνος σου, γνωρίζεις κόσμο.
Κατσούνι, Ανάφη (Indymedia)
Εκείνο το καλοκαίρι, λοιπόν, γνώρισα έναν περίεργο άνθρωπο, έναν γάλλο με υπερμετρωπικά γυαλιά και τεράστια γαλάζια γουρλωτά μάτια, συνεχώς στραμμένα στα αιδοία των γυμνιστριών που λιάζονταν στην αμμουδιά. Έλεγε πως ήταν πυρηνικός φυσικός και πως δούλευε σε κάποιο ινστιτούτο, και πως η κρίση στην Ρουάντα προκλήθηκε για τα κοιτάσματα ενός μετάλλου, του τανταλίου, που λιώνει στους τρεις χιλιάδες βαθμούς Κελσίου, και με το οποίο φτιάχνουμε κράματα υψηλής αντοχής στην θερμοκρασία, δηλαδή πυκνωτές. Χωρίς πυκνωτές δεν υπάρχουν υπολογιστές, κινητή τηλεφωνία και βηματοδότες, οπλικά συστήματα και διαστημική. Και το κυριότερο, χωρίς ταντάλιο δεν θα υπάρξει ασφαλής ατομική ενέργεια, τώρα που το πετρέλαιο τελειώνει. Οι μεγάλες συγκρούσεις του μέλλοντος, έλεγε, εκτός από το νερό θα είναι και για το ταντάλιο, κι' εκεί κάτω βρίσκεται το ογδόντα τοις εκατό των παγκοσμίων αποθεμάτων.
Δεν θυμάμαι αν ανέφερε ακριβώς το ορυκτό από το οποίο βγαίνει το ταντάλιο, τον κολομβοτανταλίτη ή αλλιώς κολτάνιο, αλλά τι σημασία έχει; Βέβαια, αν ήξερα πως οκτώ μήνες μετά θα βρισκόμουν στην Ρουάντα, θα έδινα περισσότερη προσοχή στα λόγια του. Αλλά τότε, που μυαλό. Άλλωστε είχαμε εδώ τον εμφύλιο της Γιουγκοσλαβίας, τα περί πυκνωτών και κραμάτων και ορυκτών τα άκουγα βερεσέ, έπληττα να τον ακούω, τα θεωρούσα όλα αυτά λίγο Τζων Λε Καρέ ανακατεμένο με επιστημονική φαντασία, είναι και ψωνισμένος ο λιγούρης, σκεφτόμουν. Κι' έκοψα τα πολλά-πολλά μαζί του με την χαρακτηριστική συγκατάβαση που δείχνουμε συνήθως στους κάπως ιδιόρρυθμους.
Το άρθρο της wikipedia για τον κολομβοτανταλίτη . Έχουν δημοσιευτεί δύο αναφορές εμπειρογνωμώνων του ΟΗΕ για την λεηλασία των φυσικών πόρων του Κονγκό: εκείνη του Απριλίου 2001 και εκείνη του Οκτωβρίου 2002 (στα γαλλικά, ανεβασμένη στην ιστοσελίδα του GRIP).
23 Μαρτίου 2010
Η Νήσος Ρουάντα σαλπάρει για Καρλόβασι, Βαθύ, Άγιο Κήρυκο, Χίο, Μυτιλήνη…
Μοιάζει να μην είμαι πια εγώ. Ο κουβαλώντας τον τραυματία στο δρόμο με τους ευκάλυπτους. Που και που τα φύλλα φτερουγίζουν σαν κρουνός από κοράλλια, σαν καταρράκτης από κορίτσια. Λοξοκοιτάνε το αίμα στο καθαρό μου πουκάμισο και σκαν στα γέλια…
Η Νήσος Ρουάντα σαλπάρει τ’ απόγεμα
Κιγκέμπε, Σιάντα, Μουγκούσα, Μουγιάγκα,
Μέρη που γνώριζα…
Η Νήσος Ρουάντα, γεμάτη μάνγκος και μαρακούζες
Ανανάδες, αβοκάντος, μπανάνες, φρούτα του πάθους…
Κόμερε Ρουάντα
Πάνω από δάση κι’ από ποτάμια
Πάνω από λίμνες που καθρεφτίζεται
Κόμερε Ρουάντα
Σ’ όλους τους τόνους του πράσινου
Την ακουμπάει ο ήλιος κι’ η βροχή
Κόμερε Ρουάντα
Όπως τις ρίζες ξετινάζει με τριγμούς
Δροσερή στο δειλινό ανασηκώνεται
Κόμερε Ρουάντα
Του Σύμπαντος τον χάρτη καταργεί
Και της βαρύτητος τους νόμους αναστρέφει
Κόμερε Ρουάντα
Σκέψου δηλαδή
Την αγαλλίαση του Ιουλίου Βερν ακούγοντας
Δοξαριές χιλίων ίππων στις μηχανές της
Στων αρτεμόνων της ψηλά τις κορυφές
Να πλαταγίζει
Κόμερε Ρουάντα
Ή πάλι τώρα
Της Παραγουάης την ενάλιον Δημοκρατία
Που προσαρτά ειρηνικά τη Φλώριδα, την Καλιφόρνια και το Μανχάτταν
Να χαίρονται
Κι’ ο κόσμος που μαζεύτηκε να δει
Το θέαμα με παγωμένες μπύρες
Ένα κορίτσι τραγουδάει και λιβανίζει
Σε παραλίες, σε πλαγιές, και χωριουδάκια
Κι όλοι ρωτάνε ποιανού είναι, δε λέω κουβέντα, μα κάπου τόχω ξαναδεί.
Κόμερε Ρουάντα Μεγαλόνησος.
22 Μαρτίου 2010
Η Έλξη της Ζωής
Ο Άλλος: Που και που βλέπει εφιάλτες. Κάθε φορά που ο κόσμος αλλάζει σχήμα.
Ο Ένας: Κι’ έτσι γράφει την Ιστορία;
Ο Άλλος: Οχι. Το παλίμψηστο είναι γιά μάς. Μισές αλήθειες που σβύνουν τις άλλες μισές, ένας λόγος λειψός γι’ αυτή την ορμή, την Ελξη της Ζωής που μάς φέρνει στον Θάνατο.
Ο Ένας: Είναι περίεργη αυτή η Ελξη, κι’ ανάποδα να την δεις, ο Θάνατος χρωστάει την Ζωή που δανείζεται.
Ο Άλλος: Ο οργασμός του κοριτσιού. Το χέρι που έβαλε την ακονισμένη πέτρα στην άκρη του ξύλου. Πιό πέρα, ηδονή και οδύνη που γίνονται λέξεις. Κάποιος που σκέφτηκε «σκέφτομαι, δεν είμαι λόφος, ευκάλυπτος ή καταρράκτης, σκέφτομαι, κι’ ο λόφος κι’ ο ευκάλυπτος αποκτούν το νόημά τους, επίσης σκέφτομαι πως σκέφτομαι, δεν είμαι σκύλος ή άλογο». Ανθρώποι έζησαν και πέθαναν στις στοές χωρίς να δουν ποτέ στην ζωή τους το φως του ήλιου για να κολυμπάει ο Παρθενώνας στον ουρανό.
Ο Ένας: Και πιό πέρα;
Ο Άλλος: Ενα σμήνος ακρίδες. Οι σταυροφόροι. Ο Γαλιλαίος και ο Κολόμβος, και μετά ο Κορτές κι’ ο Πιζάρρο, και μετά ο Μπολιβάρ, κι’ ο Γκεβάρα, κι’ ο Αλλιέντε...
Ο Ένας: Και πιό πέρα;
Ρέμπραντ. Το Μάθημα Ανατομίας. (web museum)
ώσπου αποφάσισε να κάνει ένα άλμα... (princeton.edu)
Ο Δαντών οδηγείται στο ικρίωμα, του Pierre Alexandre Wille (Scholars Resource)
...Όσο για μένα, σκοτίστηκα. Την γλέντησα την Επανάσταση, έκανα μπόλικη φασαρία σ’ αυτό τον κόσμο, την χάρηκα τη ζωή, πάμε για ύπνο! Σηκώστε το κεφάλι μου να το δεί ο λαός, αξίζει τον κόπο.» Κι’ απ’ το σβέρκο που έχασκε ξεχύθηκαν όλοι, ο Βοναπάρτης, οι απαστράπτοντες στρατάρχες του επιβήτορες της Ευρώπης πρώην μούτσοι και γιοί βαρελάδων. Κι΄ ύστερα ο Ιαβέρης κι' ο Αγιάννης κι’ ο Γαβριάς και η Τιτίκα, τους άθλιους τους ξεφορτώθηκαν μετά άποικους στην απέναντι ακτή, κι' ήρθε έπειτα η Κατάρρευση και η εποχή των κερασιών, τόσο απελπισμένη και μόνη, όσοι γλύτωσαν τους έστειλαν εξορία στους αντίποδες, στην Νέα Καληδονία, με τους εξεγερμένους της Καβυλίας, κι’ ύστερα ο Θιέρσος κι' ο Γαμβέττας κι’ ο Λεσσέψ κι’ ο Άιφελ κι’ ο Παναμάς κι’ ο Ζύλ Φερύ κι’ ο λάγνος Φελίξ Φώρ πεθαίνοντας καθώς η ερωμένη τού κουμπώνει βιαστικά το βρακί και μπαίνουν οι υπηρέτες. Η Οδός των Κυριών, ο στρατηγός Νιβέλ στο κρεοπωλείο της ματαιοδοξίας του κιμάς της αποικίας πιο φτηνός από τον μητροπολιτικό και το ξημέρωμα εκτελέσεις για δειλία ενώπιον του εχθρού, τραυματίες σενεγαλέζοι, μετά πέρασαν τα τεθωρακισμένα Ες Ες, τους πολτοποίησαν, ο Πετέν, ο Λαβάλ, ο Παπόν διευθυντής των εβραϊκών υποθέσεων, το Οραντούρ, η Απελευθέρωση κι’ οι σφαγμένοι του Σετίφ στον εορτασμό της, ο Παπόν αντιστασιακός, το Ντιεν Μπιεν Φου, ο βρώμικος πόλεμος, ο Γκύ Μολλέ, ο Μιτεράν, ο Σαλάν, ο Μασσύ, ο Μπιζάρ, ο Λε Πεν, ο Παπόν αστυνομικός διευθυντής, πως να την ανασάνεις τέτοια Δημοκρατία, σοσιαλιστές, ακροδεξιοί, συνεργάτες, γκωλικοί, ο ένας να πλένει τ' άπλυτα του αλλουνού στην ίδια σκάφη σιγοτραγουδώντας "J' sais pas son nom, je n' sais rien d' lui, il m' a aimée toute la nuit, mon légionnaire..." Η Μεσόγειος μόνο μένει γαλάζια κι' ο ήλιος άδικος, ο Ενρίκο Μασίας και τα κορίτσια της πατρίδας του που βάζαν τυφλές μπόμπες, τυφλές συλλήψεις, τυφλές ανακρίσεις, γεννήτρια, μπανιέρα, ουρλιαχτά, τσιγάρα, σκατά, αλκοόλ, ρίχναν τους ανθρώπους τις νύχτες στο λιμάνι και στον Σηκουάνα, κι' απ' τα οστά τους βγήκε η Ανεξαρτησία με δόντια σμέρνας, ο Ιαβέρης κι' ο Αγιάννης κι’ ο Γαβριάς και η Τιτίκα πέρασαν πάλι με δάκρυα τη θάλασσα, άφησαν τους χαρκί να πληρώσουν τον βερεσέ, τους χαρκί τους άφησαν απέναντι στην λάθος μεριά της Ιστορίας, κανείς δεν έμαθε γι' αυτούς, κανείς δεν έμαθε αν το συμφέρον, αν η απειλή, αν μια καλή κουβέντα, αν ένα χάϊδεμα στην πλάτη, αν όπου άθλιος κι' η μοίρα του. Ο Παπόν βουλευτής, ο Παπόν υπουργός, ο Παπόν σε νέες περιπέτειες. Δικαιοσύνη; Ο Αλμπέρ, τερματοφύλακας της Ρασίνγκ, κοιτώντας τον Θάνατο μέσα από τη Ζωή είδε τη Ζωή μέσα από τον Θάνατο. Ο Αχμέντ, κεντρικός μέσος της Μαρσέιγ, πήγε στον πόλεμο γάλλος δευτέρας τάξεως και τον κέρδισε πρώτος πολίτης της Αλγερίας. Μπορεί και να μιλούσαν τώρα -ίσως ο ήλιος, ίσως τα κορίτσια, ίσως η θάλασσα- να επικοινωνούν από τηλεφώνου, «πως πας; καλά, τον είδες τον μικρό τον Ζινεντίν, ξέρει μπαλλίτσα...»
Ο μικρός Ζινεντίν (http://www.lastkick.com/)
Ο Άλλος: Ο Πόλεμος των Ποιητών. Η Μαδρίτη. Το Στάλινγκραντ. Ο αόρατος Ανατόλη Ιβάνοβιτς Τσέκοφ, γενηθείς το 1923, κρεμασμένος στον πέμπτο ενός ερείπιου. Η διόπτρα του Μοσίν-Ναγκάντ, και μέσα στη διόπτρα ένας γερμανός φορτωμένος μπουκάλια. Το κράτημα της αναπνοής και το πάτημα της σκανδάλης. Ο γερμανός πέφτει πίσω. Ένας άλλος σέρνεται στη θέση του. Και μετά ένας άλλος. Κατάλαβαν οι γερμανοί, έστειλαν δύο γυναίκες που ζητιάνευαν στα χαλάσματα. Τις σκότωσε κι' αυτές. Σκέφτηκε μετά τα παρατημένα μπουκάλια, κι’ εκείνους που δε θ’ αντέξουν τη δίψα, θα πιούνε μολυσμένο νερό από τις ατμομηχανές. Τύφος, δυσεντερία, δεν γλυτώνουν άρρωστοι εδώ, διπλή δουλειά, είπε μέσα του. Ύστερα, απραξία για ώρες. Περιέργως, όλες τις ώρες που δεν μιλάει με τον Θάνατο, ο Ανατόλη Τσέκοφ, αυτός ο σταχανοβίτης δολοφόνος, ονειρεύεται άλλα μέρη. Οι αόρατες ώρες του σφύζουν πάμπες της Αμερικής και ζούγκλες της Αφρικής, μπαομπάμπ και μπανανόδεντρα κι’ ευκάλυπτους, γορίλες και ελέφαντες, ζέβρες, τίγρεις και λεοπαρδάλεις, πλοία, τραίνα και αεροπλάνα. Ωστόσο, ο Ανατόλη Ιβάνοβιτς δεν είναι εξερευνητής, ούτε κυνηγός -αν δεν γινόταν ο πόλεμος δεν θα πείραζε ούτε μύγα- αλλά βιομηχανικός εργάτης με φαντασία και πάθος στην Γεωγραφία και τα ταξίδια. Εκεί που δεν υπάρχει η μαύρη παιδική του ηλικία, ούτε ο μπεκρής πατέρας του, ούτε οι χαφιέδες του Μπέρια, ούτε οι δίκες της Μόσχας, ούτε το Κατίν. Το Σουδάν χωρίς τον Κίτσενερ, η Ροδεσία χωρίς τον Σέσιλ Ρόουντς, η Τανγκανίκα χωρίς τον Χένρυ Στάνλευ, το Κονγκό χωρίς τον ανεκδιήγητο βασιλιά Λεοπόλδο, χωρίς τα κομμένα χέρια των συλλεκτών του καουτσούκ. Ο Πασπαρτού χωρίς τον Φιλέα Φόγκ. Αν γινόταν ορατός, ο Ανατόλη Τσέκοφ θα ήταν λευκός σαν τον επενδύτη του καμουφλάζ του, σαν το χιόνι της στέππας πριν το λερώσουν οι ερπύστριες.
Ο αόρατος Ανατόλη Τσέκοφ (vsetkyvidea)
Ο Ένας: Και πιό πέρα;
Ο Άλλος: Πολλές φωνές στις μέρες μας, στο τέλος ακούς μόνο θόρυβο. Ο άνθρωπος με το κομμένο αυτί ο περιφερόμενος σε Παρίσι και Άμστερνταμ για εκατομμύρια εισιτήρια. Η φλόγα της λάμπας. Μια οικογένεια ανθρακωρύχοι μοιράζονται πατάτες. Το καφενείο τη νύχτα. Αναθυμιάσεις αψέντι. Ο μεθυσμένος στο τραπεζάκι. Απελπισία.
Βίνσεντ Φαν Χοχ. Το καφενείο την Νύχτα (wikimedia).
Πολύ κίτρινο, πηχτές πινελιές, στάχια και σκυφτοί θεριστές. Μπλέ ουρανός και μαύρα πουλιά. Όλα φως και πόνος. Εκατομμύρια τυφλοί τραβάνε ο ένας τον άλλο και μιλάνε στα κινητά τους, μπαίνουν ύστερα στον πίνακα του Μπρύγκελ, στέλνουν καληνύχτες και φιλάκια, παραγγέλνουν πίτσες και ρωσίδες για το σπίτι. Και σε κάθε κινητό μικρές καρδιές κολτάνιο, κογκολέζικο κι' αυτό, όπως το ουράνιο στο Αγοράκι της Χιροσίμα.
Ο Ένας: Και πιο κει;
Ο Άλλος: Ο λοχαγός Μπάγιε Ντιάνε από την Σενεγάλη, άοπλος παρατηρητής των κυανοκράνων στο Κιγκάλι. Απλώνει το τεράστιο χέρι του και σφίγγει τα δικά μας τα πρησμένα από τις μασέτες, μας αφοπλίζει με γρήγορα αστεία, έχουμε κουραστεί να σκοτώνουμε, κερνάει τσιγάρα τις ανώφελες ζωές μας να πάρουν το βάρος της νικοτίνης. Τον αφήνουμε να φύγει έτσι που είναι καταδεχτικός, κι' οι ζωντανοί με τους νεκρούς ξεχωρίζουν από μερικά τσιγάρα, παράδοξο λαθρεμπόριο, ο Μπάγιε μέσα στην άσπρη τογιότα ζωντανεύει τους νεκρούς και τους περνάει ανάποδα τον Αχέροντα πληρώνοντας τον ναύλο με καπνό.
Ο Ένας: Και πιό κεί;
Ο Άλλος: Ενα γυάλινο σπίτι, και μέσα ένας μπαξές όλο σκουπίδια. Ο ήλιος καίει περίεργα, πρώτα θα ξεραθεί, αλλά ύστερα η στάθμη του νερού θ’ ανεβεί να τον πνίξει. Κι’ ίσως πάλι όχι. Μια πόλη για παρίες παραχρήμα μυστηριώδης από την κατάργηση του χρυσίου. Η εμβρυακή μας ηλικία. Λίγα λεπτά χωρίς οξυγόνο, κοντά στην ανυπαρξία, γινόμαστε λόφοι, ευκάλυπτοι, καταρράκτες. Ο Σίσσυφος μ’ ένα ποδήλατο πάει φωτεινός στον χαμό του, ψάχνει το νόημα πέρα απ’ αυτόν. Ούτε αλτρουϊστής, ούτε νάρκισσος πιά. Δεν είναι ο Ένας ούτε ο Άλλος, είναι ο σε λίγο Κανένας. Ό,τι γλώσσα κι’ άν μίλαγε, την έχει ξεχάσει. Το έπος του, το δράμα, όλα χωράνε σ’ ένα αυγό...
Ο Ένας: Και πιό κεί;
Ο Άλλος: Τίποτα. Ίσως το ποδήλατο. Που κι’ αυτό δεν υπάρχει χωρίς εμάς.
Για τον Ανατόλη Ιβάνοβιτς Τσέκοφ, βιντεάκι.
Ο Άλλος
Από τα Δύο Αδέλφια,
21 Μαρτίου 2010
Δεν ειν’ δικά σου
Δειλινό στις όχθες του ποταμού Παραγουάη, κοντά στην Asuncion. Φωτό FRudge (Panoramio)
Paraguayos, ¡República o Muerte!
nuestro brío nos dio libertad;
Τα τρεχαντήρια της φαντασίας δεν ειν’ δικά σου.
Μονάχα φόβος
Φόβος του Άλλου σ’ ένα καθρέφτη
Πες μου τον είδες; Και τι σου είπε; Τι τ’ αποκρίθηκες;
Μονάχα φόβος
Στου δολοφόνου την άλλη πλευρά την αθέατη
Της Ιστορίας, μυριάδες συγχρόνως ματιές της αλήθειας.
Και να θυμάσαι
Σαν θα χαράζεις περγιάλια χρυσά στην Παραγουάη
Αυτός ειν’ ο κόσμος να λες, ευτυχώς, ο δειλός παραβάτης ο φόβος.
Βλέπεις το δέντρο;
Του καλού στο κακό, του φωτός στο σκοτάδι
Τ’ ακκόρντα στις ρίζες, τις λέξεις στα φύλλα, στους πέντε σου τόνους…
Πόσο μοιάζουν να δεις θηρία και θέρος
Να μάθεις ποια είσαι, και πέρα απ’ το φόβο
Να φτάσουν οι λόφοι, να φτάσουν οι λόφοι, να φτάσουν Ρουάντα στα κύματα…
19 Μαρτίου 2010
Το νερομπίστολο luger parabellum
Μπήκε με φόρα στη στροφή και παρολίγο να με χτυπήσει. Με αποκάλεσε "μουνί" και "ναπροσέχεισπωςπερπατάς". Έβγαλα το νερομπίστολο -μια πιστή ρέπλικα luger parabellum- και τούριξα στη μούρη. Τράβηξε χειρόφρενο και βγήκε. Έβγαλα το λάφυρο του παππού από το Μάλεμε -τίποτα σοβαρό, κατά μία έννοια μια πιστή ρέπλικα του νερομπίστολου που όμως δεν ρίχνει νερό- και του το κόλλησα στη μούρη. Κανείς δεν με έβλεπε, κανείς δεν με ήξερε, αυτό έγινε κάπου αλλού, σε άλλη γειτονιά, κι΄ όπως έμεινε στήλη άλατος με τα μάγουλα χαλαρωμένα από τον φόβο, του έριξα με το κανονικό νερομπίστολο -όχι την ρέπλικα του παππού- στο παντελόνι. Έγινε μούσκεμα, νομίζω πως κατουρήθηκε κιόλας. Γύρισα κι' απομακρύνθηκα αργά. Έστριψα στη γωνία. Άρχισα να τρέχω. Συνέχισα να τρέχω, κι' όταν σταμάτησα να τρέχω έτρεμα σαν το ψάρι. Με τύλιξε η νύχτα...
Έρχομαι στο θέμα. Το θέμα δεν είναι ποιό από τα δύο μπιστόλια προκάλεσε το κατάβρεγμα ενός παντελονιού στην Αθήνα. Το θέμα είναι πως έτσι είναι όλοι τους. Με την βεβαιότητα της ατιμωρησίας, ικανοί για όλα. Χωρίς αυτήν, κατουρημένοι. Ειδάλλως, πως εξηγείται το δημόσιο χρέος της χώρας; Ακριβώς το ίδιο ισχύει με το αεροπλάνο του Χαμπιαριμάνα. Δίκιο είχε ο Κούρτζ. Καμία σημασία δεν έχει ποιός το έριξε. Σημασία έχει πως όλοι συμφώνησαν να πέσει γιατί υπολόγιζαν να επωφεληθούν. Κάποιοι υπολόγισαν λάθος, δεν τους συνέφερε...
Το Κορίτσι της Διπλανής Πόρτας
18 Μαρτίου 2010
Ο Γυρισμός
15 Μαρτίου 2010
Η Καρδιά του Σκότους
Είχαν περάσει τα χρόνια, η κρίση είχε κυλήσει πιο πέρα, στο Κονγκό, γης μαδιάμ. Δεν υπήρχε πια ΟΗΕ, είχα μείνει άνεργος, και περπατούσα σε μία συνοικία, λασποκαλύβες με τσίγκινη σκεπή, χωρίς λεφτά, χωρίς χαρτιά, χωρίς αυτοκίνητο, χωρίς ταυτότητα, τίποτα. Συνάντησα ένα κορίτσι.
-Ποιανού είσαι; το ρωτάω.
-Κανενός, μου λέει. «Ο πατέρας μου βίασε τη μάνα μου, και τώρα δεν με θέλει κανένας γιατί είμαι του εχθρού.»
Αργότερα με πλησίασαν άνθρωποι της Εταιρίας να πάω να βρω κείνο τον πράκτορά τους που είχε ιδρύσει στις Λίμνες ιδιωτικό κράτος και να τον εξουδετερώσω πριν πάρει το θέμα έκταση. Ποιος ήταν πραγματικά ή άλλες λεπτομέρειες, δεν μου είπαν. Στις Βρυξέλλες γνώρισα τους βοηθούς μου, πέντε τον αριθμό. Ένας κοντός που φόραγε φανέλα με το νούμερο εννιά της εθνικής Αγγλίας ειρωνεύτηκε, "εσύ είσαι που θα γίνεις ο Κούρτζ στη θέση του Κούρτζ;" Οι άλλοι γέλασαν και μπήκαμε σ’ ένα αρχαίο Αντόνοφ. Ούτε διαβατήριο, ούτε τίποτα, μόνο τη φωτογραφία του Κούρτζ. Στην απογείωση κοίταζα τα φώτα σ’ ένα αυτοκινητόδρομο. "Μην ανησυχείς", είπε πάλι ο κοντός, "εκεί στο Κονγκό είναι πανεύκολο, το δύσκολο ήταν στο Αφγανιστάν". Τον ρώτησα τι έκανε στο Αφγανιστάν. "S.A.S", είπε, "ειδικές αποστολές, προετοιμάζαμε το έδαφος. Όμως εδώ είμαστε ελεύθεροι επαγγελματίες, ακριβώς όπως εσύ". Προσγειωθήκαμε χαράματα. Μού δώσαν λεφτά για το ποταμόπλοιο, χρωματιστά μερμήγκια, άντρες με φορτωμένα ποδήλατα, γυναίκες με μπόγους στο κεφάλι, αλητάκια που ζητιάνευαν, “donnez-moi petit monnaie, donnez-moi petit monnaie”.
–Εσύ βρίσκεις τον Κούρτζ, κι’ εμείς εσένα, ο Δούρειος Ίππος, είπε ο κοντός κι’ εξαφανίστηκε.
Το πλήθος άλλαζε σε κάθε σταθμό καθώς ανεβαίναμε το ποτάμι. Ήμουν ο μόνος λευκός, κι’ όλοι στρέφαν απάνω μου τα πελώρια μάτια τους. Την τρίτη μέρα -κατά τας γραφάς- ένας πελώριος μαύρος με κουστούμι Αρμάνι με πλησίασε και μου είπε πως ο κύριος Κούρτζ ανυπομονούσε να με γνωρίσει. Κατεβήκαμε στην επόμενη σκάλα. Το πλήθος των γυναικών με περικύκλωσε κι’ άρχισε να με σπρώχνει και να με τραβάει γελώντας και να μου χουφτώνει τα τέτοια. Μού πήραν όσα λεφτά μου είχαν απομείνει, τα ρέιμπαν, το ρολόι και το πουκάμισο. Έπεσα κάτω, εμφανίστηκαν τότε κάτι πολεμιστές από έργο του εξήντα, κι’ άρχισαν να με χτυπάνε με καδρόνια και πέτρες. Μ' έσωσαν οι σωματοφύλακες εκείνου του πελώριου ανθρώπου. Φύγαμε σε δύο τογιότα πατρόλ, ψηνόμουνα στον πυρετό για χιλιόμετρα, άσφαλτος, χωματόδρομοι, ζούγκλα, λόφοι, μπανανοφυτείες, πρέπει να έβλεπα εφιάλτη πως βούταγα στη θάλασσα, δεν μπορούσα να βγω στην επιφάνεια, πνιγόμουν. Παράξενος ύπνος, μέσα στον εφιάλτη μου έβλεπα έναν άλλο εφιάλτη. Στο τέλος εμφανίστηκε κι' εκείνος. Ο Κουρτζ.
–Από που είσαι, ρώτησε. Μετά, δεν θυμάμαι.
****
-Κοίτα γύρω σου, είπε ο Κούρτζ. "Επί Γης Ειρήνη"…
Ξύπνησα πεταμένος στον λάκκο της εξόρυξης. Γυναίκες και άντρες γυμνοί έσκαβαν ή ασελγούσαν στη λάσπη. Ποιάς Κίρκης γουρούνι ήμουνα;
-Τα Ηνωμένα μου Έθνη, φώναξε.
Γύρω, το συνοθύλευμα της συνοδείας του: ιντεραχάμουε και χούτου των πάλαι ποτέ FAR, αντάρτες μπανιαμουλέγκε, μάϊ-μάϊ αιμοδιψείς, κογκολέζοι λιποτάκτες και τούτσι βετεράνοι του FPR, χέμα και λέντου με τόξα και ακόντια, στρατηγοί της Ρουάντας, της Ουγκάντας, του Μπουρούντι, της Ανγκόλας, της Ζιμπάμπουε και της Ναμίμπιας, ατζέντηδες υπερακτίων, οροθετικές πόρνες, η χήρα ενός πρώην αυτοκράτορα, οπλαρχηγοί, πρόεδροι, και ήταν όλοι παιδιά, πολλά παιδιά με καλάζνικοφ και χειροβομβίδες...
-Φυλές που υποκινήσαμε. Κινήματα που κατασκευάσαμε. Μπίλιες του μπιλιάρδου, χτυπάς τη μία, χτυπάει την άλλη, να πέσει μία άλλη στη μαύρη τρύπα. Τα κράτη που διαλύονται στο ψέμμα που τα γέννησε, πια δεν εξυπηρετούν…Ένας Θεός, ο Φόβος… Ένας Προφήτης, Εγώ…
Από αιχμάλωτος είχα βρεθεί προστατευόμενος. Υποψιαζόταν γιατί με είχαν στείλει; Ήταν ερωτευμένος πάντως με την φωνή του, τον άκουγα χωρίς να διακόπτω.
-Ο Μομπούτου, ο Τσόμπε, ο Καζαβούμπου, όλους τους γνώρισα, ήμουν εδώ πριν από αυτούς. Ο Λουμούμπα! Ένας μανιακός! Είτε το πιστεύετε είτε όχι, αυτός πρώτος το ξεκίνησε το μπουρδέλο, είναι στην ανθρώπινη φύση, έστειλε τον στρατό στη Μπακουάνγκα το εξηντα, έπνιξε την αποστασία στο αίμα, τι νομίζετε πως ήταν; ο Άγιος Φραγκίσκος της Ασίζης; χε-χε, ο Άγιος Φραγκίσκος με ρώσικα αεροπλάνα, καταλαβαίνετε γιατί τον περιποιήθηκαν τόσο όταν τον έστειλε ο Μομπούτου πακέτο στην Κατάνγκα. Τέλος πάντων, ο Ψυχρός Πόλεμος ανήκει στο παρελθόν, οι φασουλήδες των κομμουνιστών έγιναν θεσμικοί εταίροι των αμερικάνων, ακούς εκεί θεσμικοί εταίροι! Ο Καγκάμε, ο Μουσεβένι, ο Καμπίλα, ο Ντος Σάντος, άπαντες προϊόντα αυτής της μετάλλαξης, ας έρθουμε όμως στο θέμα μας, εγώ το είχα πει στην Εταιρία από το ενενήντα, χωρίς τους σοβιετικούς ο Μομπούτου ήταν άχρηστος, κι' επιπλέον ήταν πλέον ασύμφορος, πουλούσε πολύ ακριβά. Οι γάλλοι ήταν αρνητικοί, ο Μομπούτου ήταν η μόνη εγγύηση για όση επιρροή τους απέμενε εκεί, αντιδρούσαν στην προοπτική της αποσταθεροποίησής του, αντίθετα οι αμερικάνοι ενθουσιάστηκαν. Στην αρχή η επιχείρηση πήγε θαυμάσια, ειδικά όταν εξουδετερώθηκε ο Ρουϊγκέμα, γνωρίζετε τις λεπτομέρειες, χε-χε. Ο Μιτεράν λύσαξε φυσικά που η Εταιρία τον αγνόησε, έστειλε την Λεγεώνα στην Ρουάντα, ισορρόπησε την κατάσταση προς στιγμήν, αλλά ήταν φανερό, η Λεγεώνα ήταν κάτι προσωρινό, η Γαλλία δεν μπορούσε να εμπλακεί σε μιά νέα Ινδοκίνα. Εφηύρε λοιπόν εκείνη την συνθήκη στην Αρούσα, ήταν ό,τι καλύτερο μπορούσαν να πετύχουν οι βατραχοφάγοι, την ώρα της μοιρασιάς θα επικρατούσε ένα απερίγραπτο χάος, απερίγραπτο χάος σας λέω, κάτι σαν λιβανέζικη σαλάτα, φατούς την λένε, την τρώνε και στην Κύπρο νομίζω, φατούς, διαπραγματεύσεις, βόμβες, δολοφονίες, εκλογές, εθνοκαθάρσεις, ξανά διαπραγματεύσεις, μικρά-μικρά κομματάκια, όλα ένα καλό ανακάτεμα, ωστόσο όλα μένουν μέσα στην γεωγραφικώς περιορισμένη σαλατιέρα, το τέλμα, όλα κολλάνε στο τέλμα, δεν υπάρχει νικητής, με εννοείτε, οπότε στο Ζαΐρ -όσον καιρό οι ρουαντέζοι θα ασχολούνταν με τα δικά τους- στο Ζαΐρ, λοιπόν, ο Μομπούτου θα κοιμόταν ήσυχος σ' αυτό το ρουαντέζικο μαξιλαράκι, χε-χε, λαμπρό μυαλό ο Μιτεράν, λαμπρό. Και ο Μομπούτου, τι κλέφτης, θεέ μου, ο κρατικός προϋπολογισμός και ο λογαρισμός του στην Ελβετία, ένα και το αυτό! Υπήρξε χρήσιμος αναμφίβολα, αλλά ας είμεθα σοβαροί, ο Μομπούτου να διαπραγματεύεται ίσοις όροις με την Εταιρία, ανήκουστο, ειδικά εκείνη την στιγμή, την κρίσιμη στιγμή, ακριβώς στο μπουμ των ηλεκτρονικών, καταλαβαίνετε...
****
-Έτσι φτάσαμε στο σχέδιο με τις ρώσικες ρουκέτες. Α! οι υπηρεσίες των γάλλων, αυτή τη φορά δεν ανακατεύτηκαν, χε-χε, όμως στο Παρίσι φυσικά κάποιοι γνώριζαν, άνθρωποι χωρίς τις γνωστές εθνικιστικές καθηλώσεις, καταλαβαίνετε, το ευρωπαϊκό κλιμάκιο της Εταιρίας χτίστηκε πάνω στα ερείπια της Gladio, βέβαια με την λήξη του Ψυχρού Πολέμου ο Γκροσούβρ είχε περιπέσει σε δυσμένεια, κανείς δεν τον χρειαζόταν πια, είχε διατηρήσει ωστόσο κάποιες επαφές εκεί μέσα η γριά αλεπού, κάτι λοιπόν έφτασε στ' αυτιά του, καθώς λοιπόν έψαχνε μιαν υπαρξιακή κολυμπήθρα να εξαγνιστεί πριν την οριστική σύνταξη, χε-χε, σκέφτηκε να προειδοποιήσει τον Χαμπιαριμάνα, φοβόταν όμως πως ο Χαμπιαριμάνα στον πανικό του να σώσει το τομάρι του θα αποκάλυπτε την πηγή της διαρροής, δηλαδή τον Γκροσούβρ, οπότε ο Γκροσούβρ ανέθεσε στον Μομπούτου να ενημερώσει εκείνος τον Χαμπιαριμάνα για το σχέδιο χωρίς να ανακατευτεί ο ίδιος, μεταξύ ψυχροπολεμικών βροντοσαύρων εμπιστοσύνη, καταλαβαίνετε, χε-χε, αλλά τελικώς και ο Μομπούτου πανικοβλήθηκε, ταλαντευόταν διαρκώς ο Μομπούτου, υπερήλικας πια και άρρωστος, σκέφτηκε πως αν ο Γκροσούβρ παραληρούσε λόγω πικρίας για τον παραμερισμό του και γεροντικής άνοιας, ποιόν θα κατηγορούσαν ότι σαμποτάρει την διάσκεψη στο Νταρ ες Σαλαάμ διαδίδοντας βλακείες; Αυτόν, δηλαδή τον Μομπούτου, του οποίου η πολυθρόνα έτριζε επίσης, οπότε αποφάσισε να μην πει τίποτα του Χαμπιαριμάνα, αλλά μετά σκέφτηκε πάλι, και κατέληξε πως αν αντιθέτως ο Γκροσούβρ είχε δίκιο, ποιος εγγυόταν πως η διάσκεψη δεν ήταν διπλή παγίδα για να ξεπαστρέψουν και τους δύο -τον Χαμπιαριμάνα και τον Μομπούτου; Αποτέλεσμα όλης αυτής της παλινωδίας ήταν να πάει ο ανυποψίαστος Χαμπιαριμάνα στο Νταρ ες Σαλαάμ αλλά να μην πάει ο Μομπούτου, χε-χε, όμως μόλις μαθεύτηκε πως ο Χαμπιαριμάνα απεδήμησε εις Κύριον, ο Μομπούτου φοβήθηκε πως ο Γκροσούβρ θα τον υποψιαζόταν για προδότη της γαλλοφωνίας που δεν ειδοποίησε τον Χαμπιαριμάνα, και θα τον διέβαλε στον Μιτεράν, κι' αλλοίμονο για τον Μομπούτου αν έχανε την γαλλική υποστήριξη, έσπευσε λοιπόν να καλύψει την γιγαντιαία γκάφα του με μιαν γιγαντωδέστερη. Τηλεφώνησε λοιπόν την ίδια στιγμή τα καθέκαστα στο Κιγκάλι, στο σόϊ της μαντάμ και τους είπε πως ο Γκροσούβρ του είχε κελαηδήσει το σχέδιο με τις ρουκέτες για να ειδοποιήσει τον μακαρίτη, αλλά πρόσθεσε και μια προσωπική νότα στα γεγονότα, δηλαδή είπε πως αυτός -ο Μομπούτου- είχε ειδοποιήσει με την σειρά του τον πρόεδρο, τον είχε εκλιπαρήσει να μην πάει στο Νταρ ες Σαλαάμ, αλλά αλλοίμονο! εκείνος δεν τον πίστεψε δυστυχώς, και πήγε. Το σόϊ της μαντάμ ενημέρωσε αμέσως τον χωροφύλακα, με τον οποίο είχε στενές σχέσεις από το ενενήντα, διότι ο χωροφύλακας ήταν άνθρωπος του στενού περιβάλλοντος του Μιτεράν, απόλυτης εμπιστοσύνης δηλαδή, και κάτι μήνες πριν την δολοφονία είχε πεταχτεί στο Κιγκάλι να μιλήσει με τους κουνιάδους του Χαμπιαριμάνα. Τους είχε ψήσει πως αν ο Καγκάμε είχε κατά νου να βγάλει από τη μέση τον προδότη τον γαμπρό τους, ε, λοιπόν τόσο το καλύτερο, γιατί στην περίπτωση αυτή ο λαός -οι χούτου δηλαδή- θα επαναστατούσαν όπως το πενηνταεννιά -ειδικά άμα τους τσιγκλάγανε λιγάκι- και θα καθάριζαν αυτή τη φορά οριστικά με τους τούτσι, και δικαίως αφού η ύπουλη αυτή ράτσα θα είχε δολοφονήσει τον πρόεδρό τους εν ψυχρώ. Στην περίπτωση μάλιστα που το FPR θα τολμούσε να ανακατευτεί ξανά στα εσωτερικά τους, τους διαβεβαίωσε πως εν τοιαύτη περιπτώσει, ο πρόεδρος Μιτεράν θα ήταν αποφασισμένος να στείλει την Λεγεώνα στην Ρουάντα, αυτή τη φορά για τα καλά, μαζί με αεροπλάνα και άρματα και ελικόπτερα, χε-χε, κι' έτσι θα τέλειωναν και με το FPR μια για πάντα, μ' έναν σμπάρο δυο τρυγόνια. Εκείνο που δεν ήξεραν όμως οι κουνιάδοι ήταν πως ο χωροφύλακας είχε στρατολογηθεί από την Εταιρία, κι' έτσι τόχαψαν το παραμύθι περί γαλλικής επεμβάσεως, κι' ο διοικητής της προεδρικής φρουράς -που φυσικά ήταν στο σόϊ της μαντάμ μέχρι κόκαλο- είπε στις περιπόλους του να κάνουν τα στραβά μάτια εκείνο το βράδυ, έτσι οι εκτελεστές -τρεις κομμάντος του FPR με βελγικές στολές κλεμμένες από το ξενοδοχείο Mille Collines- έφτασαν με το σκοτάδι σ' ένα ύψωμα έξω από την περίμετρο του αεροδρομίου, όπλισαν τις ρώσικες ρουκέτες -που δεν είχε φέρει ο χωροφύλακας, όπως πιστεύουν κάτι άγγλοι κολλεγιόπαιδες- και περίμεναν ήσυχα-ήσυχα την άφιξη του Φάλκον. Τον Γκροσούβρ τον καθάρισαν τις επόμενες ώρες, δουλειά του χωροφύλακα δηλαδή, μην συνεχίσει να ξερνάει κι' αλλού, ο ξεμωραμένος. Α! δεν σας είπα το πιο κωμικό, η χήρα ανέθεσε του χωροφύλακα να αποκαλύψει το σκοτεινό σχέδιο του Καγκάμε στην κοινή γνώμη, χε-χε, κι΄ ο χωροφύλακας εμφανίστηκε στην τηλεόραση και πράγματι κατήγγειλε για την δολοφονία το FPR, πράγμα που ήταν τεχνικώς ορθό, και είπε ακόμη πως τον Γκροσούβρ τον έφαγαν γιατί μαρτύρησε το σχέδιο με τις ρουκέτες, που ήταν επίσης αλήθεια, αλλά μετά έβγαλε το μαραφέτι με τα καλώδια, το κουνούσε μπροστά στην κάμερα, χε-χε, όμως το μαραφέτι ήταν ένα κομμάτι από τον αυτόματο πιλότο, αυτό μαθεύτηκε αμέσως από τους κατασκευαστές που βγήκαν με ανακοίνωση την επομένη, και βγήκε και η Ντασσώ και ανακοίνωσε πως τα Φάλκον της δεν έχουν καν μαύρο κουτί, ε ναί, ποιος να πιστέψει μετά τις τερατολογίες του χωροφύλακα, οι πληροφορίες είναι όπως τα μήλα, βάζετε ένα σάπιο στο πανέρι και σαπίζουν όλα, εν ολίγοις ο χωροφύλακας έκανε όλο αυτό το τσίρκο ώστε οι υποψίες να πέσουν στις γαλλικές υπηρεσίες που σας έλεγα, μεγαλοφυής κίνηση. Εν τω μεταξύ, οι κουνιάδοι είχαν βάλει μπροστά το μεγαλεπίβολο σχέδιο να απαλλαγούν απ' τους τούτσι, γεγονός που πυροδότησε την επέμβαση του FPR όπως ξέρουμε, και ο γαλλικός στρατός έφτασε όπως είχε υποσχεθεί ο χωροφύλακας, αν και με τρεις μήνες καθυστέρηση, γύρισαν εν τω μεταξύ οι τούτσι στην Ρουάντα κι' έδιωξαν τους χούτου, χε-χε, τι σας έλεγα; χτυπάς την μία μπάλα, χτυπάει την άλλη κι' αυτή την άλλη, χε-χε, μεγάλος μαιτρ ο χωροφύλακας...
-Πάντως, τι σημασία έχει αν είναι έτσι ή αλλοιώς; Μπορώ να σας ξεφουρνίσω τριάντα τέτοιες ιστορίες και τις αντίθετές τους σε όσες παραλλαγές θέλετε, πιθανόν ο Γκροσούβρ όντως να αυτοκτόνησε, ή να τον σκότωσαν για άλλους λόγους, ήταν μπερδεμένος και στις μεγαλοαπάτες του χρηματιστήριου, ξέρετε. Μπορεί και ο χωροφύλακας να μην είχε ιδέα για το σχέδιο με τις ρουκέτες, εκείνο το τηλεοπτικό σόου, χε-χε, να κοστολογήθηκε μερικά εκατομμύρια φράγκα στην τεθλιμμένη και αφελή πελάτιδά του. Κι' άλλωστε είναι πιθανόν το αεροπλάνο να το έριξαν οι εσκιμώοι, και πιθανόν ο Χαμπιαριμάνα να πίνει μαργαρίτες στο Ακαπούλκο, πρέπει να καταλάβετε, αγαπητέ, πραγματικότης δεν υπάρχει, η πραγματικότης είναι το φαίνεσθαι, η πραγματικότης είναι τα όνειρα και οι εφιάλτες μας, η πραγματικότης είναι η βεβαιότης ότι συνέβη ή δεν συνέβη ή πιθανώς ότι συνέβη κάτι, και τέλος πάντων, κάποιος πρέπει να την επινοεί συνεχώς αυτήν την βεβαιότητα, διότι η βεβαιότης αύριο θα είναι κάτι διαφορετικό, τι σημασία έχει, για τ' Όνομα του Υψίστου! Τι σημασία έχει ποιανού ήταν το σχέδιο με τις ρουκέτες και ποιος το διεκπεραίωσε, το θέμα είναι αλλού, το μπουρδέλο έπρεπε να μετακινηθεί, έπρεπε να βρεθεί τρόπος να κυλήσει από την Ρουάντα ως εδώ, στο Ζαΐρ, στο Κονγκό, στο Κιβού, στην μαύρη τρύπα με το κολτάνιο, οι μπάλες του μπιλιάρδου που σας έλεγα, δεν σας μιλώ για το αμερικανογαλλικό καυγαδάκι, δεν διαφωνώ, το αμερικανογαλλικό καυγαδάκι πρέπει να διευθετηθεί, δεν συμφέρει κανέναν, πρέπει να βρεθεί ένα modus vivendi τέλος πάντων, οι κινέζοι καιροφυλακτούν, βλέπετε τι συμβαίνει στο Νταρφούρ, το μπουρδέλο όμως είναι άλλο θέμα, το μπουρδέλο πρέπει να διαφυλαχθεί ως κόρη οφθαλμού, είναι μια δημιουργική αντίθεση, κρατάει τις τιμές του κολομβοτανταλίτη χαμηλά, εξοργίζομαι με τους αυτόκλητους, τους αλτρουιστές κι’ όλους αυτούς τους νάρκισσους που θέλουν να βάλουν εδώ πέρα κάποια τάξη, και ποιος τους είπε πως το μπουρδέλο δεν έχει τάξη, η ασφαλέστερη εφικτή σταθερότης είναι η διαρκής αποσταθεροποίηση...
-Σκηνοθετώ, αντιλαμβάνεστε; σκηνοθετώ, δεν είναι απλώς ίντριγκα, είναι η Τέχνη του Αμοιβαίου Φόβου, χρησιμοποιείστε το μυαλό σας, τι απαιτήσεις θα έχει αυτός ο άγριος αν αύριο -υποθετικώς πάντα- εξέλιπε το δέος του αντιπάλου αγρίου, αυτές οι συμμορίες που εκτρέφω, μονομάχοι στην αρένα της Υφηλίου, καλέ μου κύριε, σπέρνουν τα ζιζάνια και διατηρούν την ισορροπία... Τα παιδιά, τα παιδιά, δεν ξέρετε τι θαύματα μπορούν να κάνουν με τις χειροβομβίδες τα παιδιά, δεν σκέπτονται, δεν έχουν υπερεγώ, τα ζηλεύω, η πρωτόπλαστη ελευθερία στην φυσική της αφέλεια, τα ζηλεύω τα παιδιά, πεθαίνουν χωρίς να πάνε σχολείο, συνεχές σκασιαρχείο, τι ομορφιά! όλο σκανταλιές, θες να λιώσεις το κεφάλι σ’ ένα νεογέννητο; να γαμήσεις πεντάχρονη; ω! τα κομμένα κεφάλια στα παλούκια, καμία σημασία, είναι το laissez faire, laissez passer στην πιο καθαρή του μορφή, καλό, κακό, προσχήματα των αδυνάτων, πόλεμος και ασθένεια, ο έλεγχος των γεννήσεων στο χαμηλότερο κόστος…
-Φυσική επιλογή είναι η βούληση των ανωτέρων, χρειαζόμαστε ζωτικό χώρο, έχετε διαβάσει Μάλθους; Νίτσε; Δαρβίνο; ταράχτηκαν οι Φαρισσαίοι, ουαί! ουαί! λέγω υμίν, ταράχτηκαν από τον σκοπό χωρίς προσχήματα, από το κορμί χωρίς ηθική, από το σπέρμα το πατροκτόνο, ενοχλήθηκε η Εταιρία επειδή τα γράφω στο μπλόγκ, τι υποκριτές...
-Στείλαν εσένα…Ένας μπακαλόγατος να εισπράξει τον λογαριασμό…Στην θυσία μου η αλήθεια θα λάμψει, δεν υπάρχει αλήθεια, η αρμονία μου θα φωτίσει ένα Νέο Πολιτισμό…
Μου μίλαγε με την τσιριχτή φωνούλα του καθώς κοιτιόταν σ’ ένα καθρέφτη.
-Αν τον γυρίσω πάνω σου, το είδωλό μου θα δεις, εσύ είσαι κανένας. Η ευμάρειά σου, το λάϊφστάϊλ σου, το σέρφινγκ στο ίντερνετ, το πλεϊστέϊσιον για τα Χριστούγεννα, τα διαμαντένια σκουλαρίκια της γυναίκας σου, η πολεμική τεχνολογία και η Επιβίωση της Φυλής είμαι Εγώ, γενοκτονία και γενοκτονία συνεχώς, τι εννοούν μ' αυτό; Υφίστασαι γιατί Είμαι…
Έτσι παραληρώντας έβαλε μπροστά μου ένα πιάτο γλυκάδια με καφτερές πιπεριές.
-Σ’ άρεσαν; είπε μετά. «Είναι ανθρωπινά… η Φρίκη…Η Φρίκη…Ή την παίρνεις μαζί σου ή πάει εναντίον σου…Και επί Γης Ειρήνη…»
Την άλλη μέρα ο κοντός-φανέλα-με-το-εννιά μου έφερε το κεφάλι του σερβιρισμένο σε φύλλα μπανανιάς. Του είχαν γεμίσει το στόμα με την μαύρη λάσπη του κολτάνιου. Μ’ έβγαλαν βίντεο να το κρατάω με μια μασέτα ματωμένη στο άλλο χέρι και φόντο τα αρχικά κάποιας επινοημένης οργάνωσης. Δεν ήταν το δικό του αίμα, είχε ξεραθεί, σφάξαν μια κότα επί τούτου.
–Μην ανησυχείς για το βίντεο, μάλλον δεν θα το χρειαστούν ποτέ, είπε ο κοντός. "Αν, βέβαια, δεν αρχίσεις να διαδίδεις ανοησίες. Σ’ άρεσε το Κονγκό;"
Κύριο Κούρτζ νεκρός.
Τόξερε, τον είχαν ξεγράψει. Γι' αυτά που έλεγε, όχι γι' αυτά που έκανε.
Σε αντίθετη πορεία τώρα εγώ, κατέβαινα πάλι το ποτάμι, ξύπναγα από αλλεπάλληλους εφιάλτες, μπάμπουσκες με την μορφή του Γκροσούβρ, του χωροφύλακα, του Καγκάμε, του Χαμπιαριμάνα, της χήρας, η μια μέσα στην άλλη, δεν τέλειωναν, δώστου πάλι απ’ την αρχή, ξανάβγαιναν μ’ άλλη σειρά, ο Καγκάμε, ο χωροφύλακας, η χήρα, ο Γκροσούβρ, ο Χαμπιαριμάνα...
Συνένοχος τώρα, Ρουάντα, στην παιδική σου αγριότητα.
14 Μαρτίου 2010
Η γκρίνια της Πηνελόπης ΙΙ
Τι στέκεις στο παράθυρο με το μολύβι ξύνοντας τις αναμνήσεις πώς τόχωσες στο μάτι του Πολύφημου;
Τις συμπληγάδες σου κανείς εδώ δεν θυμάται. Σαν τους ναυτικούς στο κάδρο κατάντησες.
Η νοσταλγία ειν’ αρρώστια του σπιτιού. Γιατί επιμένεις πως έγινες πιο σοφός ή πιο δίκαιος;
****
Ανήλικο στα σκαλιά της Επιδαύρου καλά και σώνει να σώσεις την Αντιγόνη, όλο να ματώνει η μύτη σου. Πρόβες και πρόβες, ε ρε νάχες μια φάλλαγγα λακεδαιμόνιους και μακεδόνες να μπεις επί σκηνής να το βουλώσει έτσι ατομιστής που ήτανε ο Κρέωνας.
Πηνελόπη (συζ. Κανένα)
Το πλοίο
Κι’αχνό να πλέει σα θεριό απόγεμα το είδα
Με καπετάνιο μέθυσο και χωρίς πυξίδα
Και τη σκουριά του κόσμου μέχρι την κουπαστή
Ένα καράβι φάντασμα ένα πλωτό στοιχειό
Στις όχθες φοβηθήκανε λες κι’ έφερνε χολέρα
Δεμένος στο κατάρτι του καθόμουνα εγώ
Κι’είχα σηκώσει στον ιστό ελληνική παντιέρα