Ο Κούρτζ
Μεσημεριάτικος ύπνος, έβλεπα εφιάλτη. Ξυπνώντας, κάθησα να τον γράψω. Τα κενά τα συμπλήρωσα σ' ένα χαρτί για πλάκα.
Είχαν περάσει τα χρόνια, η κρίση είχε κυλήσει πιο πέρα, στο Κονγκό, γης μαδιάμ. Δεν υπήρχε πια ΟΗΕ, είχα μείνει άνεργος, και περπατούσα σε μία συνοικία, λασποκαλύβες με τσίγκινη σκεπή, χωρίς λεφτά, χωρίς χαρτιά, χωρίς αυτοκίνητο, χωρίς ταυτότητα, τίποτα. Συνάντησα ένα κορίτσι.
-Ποιανού είσαι; το ρωτάω.
-Κανενός, μου λέει. «Ο πατέρας μου βίασε τη μάνα μου, και τώρα δεν με θέλει κανένας γιατί είμαι του εχθρού.»
Αργότερα με πλησίασαν άνθρωποι της Εταιρίας να πάω να βρω κείνο τον πράκτορά τους που είχε ιδρύσει στις Λίμνες ιδιωτικό κράτος και να τον εξουδετερώσω πριν πάρει το θέμα έκταση. Ποιος ήταν πραγματικά ή άλλες λεπτομέρειες, δεν μου είπαν. Στις Βρυξέλλες γνώρισα τους βοηθούς μου, πέντε τον αριθμό. Ένας κοντός που φόραγε φανέλα με το νούμερο εννιά της εθνικής Αγγλίας ειρωνεύτηκε, "εσύ είσαι που θα γίνεις ο Κούρτζ στη θέση του Κούρτζ;" Οι άλλοι γέλασαν και μπήκαμε σ’ ένα αρχαίο Αντόνοφ. Ούτε διαβατήριο, ούτε τίποτα, μόνο τη φωτογραφία του Κούρτζ. Στην απογείωση κοίταζα τα φώτα σ’ ένα αυτοκινητόδρομο. "Μην ανησυχείς", είπε πάλι ο κοντός, "εκεί στο Κονγκό είναι πανεύκολο, το δύσκολο ήταν στο Αφγανιστάν". Τον ρώτησα τι έκανε στο Αφγανιστάν. "S.A.S", είπε, "ειδικές αποστολές, προετοιμάζαμε το έδαφος. Όμως εδώ είμαστε ελεύθεροι επαγγελματίες, ακριβώς όπως εσύ". Προσγειωθήκαμε χαράματα. Μού δώσαν λεφτά για το ποταμόπλοιο, χρωματιστά μερμήγκια, άντρες με φορτωμένα ποδήλατα, γυναίκες με μπόγους στο κεφάλι, αλητάκια που ζητιάνευαν, “donnez-moi petit monnaie, donnez-moi petit monnaie”.
–Εσύ βρίσκεις τον Κούρτζ, κι’ εμείς εσένα, ο Δούρειος Ίππος, είπε ο κοντός κι’ εξαφανίστηκε.
Το πλήθος άλλαζε σε κάθε σταθμό καθώς ανεβαίναμε το ποτάμι. Ήμουν ο μόνος λευκός, κι’ όλοι στρέφαν απάνω μου τα πελώρια μάτια τους. Την τρίτη μέρα -κατά τας γραφάς- ένας πελώριος μαύρος με κουστούμι Αρμάνι με πλησίασε και μου είπε πως ο κύριος Κούρτζ ανυπομονούσε να με γνωρίσει. Κατεβήκαμε στην επόμενη σκάλα. Το πλήθος των γυναικών με περικύκλωσε κι’ άρχισε να με σπρώχνει και να με τραβάει γελώντας και να μου χουφτώνει τα τέτοια. Μού πήραν όσα λεφτά μου είχαν απομείνει, τα ρέιμπαν, το ρολόι και το πουκάμισο. Έπεσα κάτω, εμφανίστηκαν τότε κάτι πολεμιστές από έργο του εξήντα, κι’ άρχισαν να με χτυπάνε με καδρόνια και πέτρες. Μ' έσωσαν οι σωματοφύλακες εκείνου του πελώριου ανθρώπου. Φύγαμε σε δύο τογιότα πατρόλ, ψηνόμουνα στον πυρετό για χιλιόμετρα, άσφαλτος, χωματόδρομοι, ζούγκλα, λόφοι, μπανανοφυτείες, πρέπει να έβλεπα εφιάλτη πως βούταγα στη θάλασσα, δεν μπορούσα να βγω στην επιφάνεια, πνιγόμουν. Παράξενος ύπνος, μέσα στον εφιάλτη μου έβλεπα έναν άλλο εφιάλτη. Στο τέλος εμφανίστηκε κι' εκείνος. Ο Κουρτζ.
–Από που είσαι, ρώτησε. Μετά, δεν θυμάμαι.
****
-Κοίτα γύρω σου, είπε ο Κούρτζ. "Επί Γης Ειρήνη"…
Ξύπνησα πεταμένος στον λάκκο της εξόρυξης. Γυναίκες και άντρες γυμνοί έσκαβαν ή ασελγούσαν στη λάσπη. Ποιάς Κίρκης γουρούνι ήμουνα;
-Τα Ηνωμένα μου Έθνη, φώναξε.
Γύρω, το συνοθύλευμα της συνοδείας του: ιντεραχάμουε και χούτου των πάλαι ποτέ FAR, αντάρτες μπανιαμουλέγκε, μάϊ-μάϊ αιμοδιψείς, κογκολέζοι λιποτάκτες και τούτσι βετεράνοι του FPR, χέμα και λέντου με τόξα και ακόντια, στρατηγοί της Ρουάντας, της Ουγκάντας, του Μπουρούντι, της Ανγκόλας, της Ζιμπάμπουε και της Ναμίμπιας, ατζέντηδες υπερακτίων, οροθετικές πόρνες, η χήρα ενός πρώην αυτοκράτορα, οπλαρχηγοί, πρόεδροι, και ήταν όλοι παιδιά, πολλά παιδιά με καλάζνικοφ και χειροβομβίδες...
-Φυλές που υποκινήσαμε. Κινήματα που κατασκευάσαμε. Μπίλιες του μπιλιάρδου, χτυπάς τη μία, χτυπάει την άλλη, να πέσει μία άλλη στη μαύρη τρύπα. Τα κράτη που διαλύονται στο ψέμμα που τα γέννησε, πια δεν εξυπηρετούν…Ένας Θεός, ο Φόβος… Ένας Προφήτης, Εγώ…
Από αιχμάλωτος είχα βρεθεί προστατευόμενος. Υποψιαζόταν γιατί με είχαν στείλει; Ήταν ερωτευμένος πάντως με την φωνή του, τον άκουγα χωρίς να διακόπτω.
-Ο Μομπούτου, ο Τσόμπε, ο Καζαβούμπου, όλους τους γνώρισα, ήμουν εδώ πριν από αυτούς. Ο Λουμούμπα! Ένας μανιακός! Είτε το πιστεύετε είτε όχι, αυτός πρώτος το ξεκίνησε το μπουρδέλο, είναι στην ανθρώπινη φύση, έστειλε τον στρατό στη Μπακουάνγκα το εξηντα, έπνιξε την αποστασία στο αίμα, τι νομίζετε πως ήταν; ο Άγιος Φραγκίσκος της Ασίζης; χε-χε, ο Άγιος Φραγκίσκος με ρώσικα αεροπλάνα, καταλαβαίνετε γιατί τον περιποιήθηκαν τόσο όταν τον έστειλε ο Μομπούτου πακέτο στην Κατάνγκα. Τέλος πάντων, ο Ψυχρός Πόλεμος ανήκει στο παρελθόν, οι φασουλήδες των κομμουνιστών έγιναν θεσμικοί εταίροι των αμερικάνων, ακούς εκεί θεσμικοί εταίροι! Ο Καγκάμε, ο Μουσεβένι, ο Καμπίλα, ο Ντος Σάντος, άπαντες προϊόντα αυτής της μετάλλαξης, ας έρθουμε όμως στο θέμα μας, εγώ το είχα πει στην Εταιρία από το ενενήντα, χωρίς τους σοβιετικούς ο Μομπούτου ήταν άχρηστος, κι' επιπλέον ήταν πλέον ασύμφορος, πουλούσε πολύ ακριβά. Οι γάλλοι ήταν αρνητικοί, ο Μομπούτου ήταν η μόνη εγγύηση για όση επιρροή τους απέμενε εκεί, αντιδρούσαν στην προοπτική της αποσταθεροποίησής του, αντίθετα οι αμερικάνοι ενθουσιάστηκαν. Στην αρχή η επιχείρηση πήγε θαυμάσια, ειδικά όταν εξουδετερώθηκε ο Ρουϊγκέμα, γνωρίζετε τις λεπτομέρειες, χε-χε. Ο Μιτεράν λύσαξε φυσικά που η Εταιρία τον αγνόησε, έστειλε την Λεγεώνα στην Ρουάντα, ισορρόπησε την κατάσταση προς στιγμήν, αλλά ήταν φανερό, η Λεγεώνα ήταν κάτι προσωρινό, η Γαλλία δεν μπορούσε να εμπλακεί σε μιά νέα Ινδοκίνα. Εφηύρε λοιπόν εκείνη την συνθήκη στην Αρούσα, ήταν ό,τι καλύτερο μπορούσαν να πετύχουν οι βατραχοφάγοι, την ώρα της μοιρασιάς θα επικρατούσε ένα απερίγραπτο χάος, απερίγραπτο χάος σας λέω, κάτι σαν λιβανέζικη σαλάτα, φατούς την λένε, την τρώνε και στην Κύπρο νομίζω, φατούς, διαπραγματεύσεις, βόμβες, δολοφονίες, εκλογές, εθνοκαθάρσεις, ξανά διαπραγματεύσεις, μικρά-μικρά κομματάκια, όλα ένα καλό ανακάτεμα, ωστόσο όλα μένουν μέσα στην γεωγραφικώς περιορισμένη σαλατιέρα, το τέλμα, όλα κολλάνε στο τέλμα, δεν υπάρχει νικητής, με εννοείτε, οπότε στο Ζαΐρ -όσον καιρό οι ρουαντέζοι θα ασχολούνταν με τα δικά τους- στο Ζαΐρ, λοιπόν, ο Μομπούτου θα κοιμόταν ήσυχος σ' αυτό το ρουαντέζικο μαξιλαράκι, χε-χε, λαμπρό μυαλό ο Μιτεράν, λαμπρό. Και ο Μομπούτου, τι κλέφτης, θεέ μου, ο κρατικός προϋπολογισμός και ο λογαρισμός του στην Ελβετία, ένα και το αυτό! Υπήρξε χρήσιμος αναμφίβολα, αλλά ας είμεθα σοβαροί, ο Μομπούτου να διαπραγματεύεται ίσοις όροις με την Εταιρία, ανήκουστο, ειδικά εκείνη την στιγμή, την κρίσιμη στιγμή, ακριβώς στο μπουμ των ηλεκτρονικών, καταλαβαίνετε...
****
-Έτσι φτάσαμε στο σχέδιο με τις ρώσικες ρουκέτες. Α! οι υπηρεσίες των γάλλων, αυτή τη φορά δεν ανακατεύτηκαν, χε-χε, όμως στο Παρίσι φυσικά κάποιοι γνώριζαν, άνθρωποι χωρίς τις γνωστές εθνικιστικές καθηλώσεις, καταλαβαίνετε, το ευρωπαϊκό κλιμάκιο της Εταιρίας χτίστηκε πάνω στα ερείπια της Gladio, βέβαια με την λήξη του Ψυχρού Πολέμου ο Γκροσούβρ είχε περιπέσει σε δυσμένεια, κανείς δεν τον χρειαζόταν πια, είχε διατηρήσει ωστόσο κάποιες επαφές εκεί μέσα η γριά αλεπού, κάτι λοιπόν έφτασε στ' αυτιά του, καθώς λοιπόν έψαχνε μιαν υπαρξιακή κολυμπήθρα να εξαγνιστεί πριν την οριστική σύνταξη, χε-χε, σκέφτηκε να προειδοποιήσει τον Χαμπιαριμάνα, φοβόταν όμως πως ο Χαμπιαριμάνα στον πανικό του να σώσει το τομάρι του θα αποκάλυπτε την πηγή της διαρροής, δηλαδή τον Γκροσούβρ, οπότε ο Γκροσούβρ ανέθεσε στον Μομπούτου να ενημερώσει εκείνος τον Χαμπιαριμάνα για το σχέδιο χωρίς να ανακατευτεί ο ίδιος, μεταξύ ψυχροπολεμικών βροντοσαύρων εμπιστοσύνη, καταλαβαίνετε, χε-χε, αλλά τελικώς και ο Μομπούτου πανικοβλήθηκε, ταλαντευόταν διαρκώς ο Μομπούτου, υπερήλικας πια και άρρωστος, σκέφτηκε πως αν ο Γκροσούβρ παραληρούσε λόγω πικρίας για τον παραμερισμό του και γεροντικής άνοιας, ποιόν θα κατηγορούσαν ότι σαμποτάρει την διάσκεψη στο Νταρ ες Σαλαάμ διαδίδοντας βλακείες; Αυτόν, δηλαδή τον Μομπούτου, του οποίου η πολυθρόνα έτριζε επίσης, οπότε αποφάσισε να μην πει τίποτα του Χαμπιαριμάνα, αλλά μετά σκέφτηκε πάλι, και κατέληξε πως αν αντιθέτως ο Γκροσούβρ είχε δίκιο, ποιος εγγυόταν πως η διάσκεψη δεν ήταν διπλή παγίδα για να ξεπαστρέψουν και τους δύο -τον Χαμπιαριμάνα και τον Μομπούτου; Αποτέλεσμα όλης αυτής της παλινωδίας ήταν να πάει ο ανυποψίαστος Χαμπιαριμάνα στο Νταρ ες Σαλαάμ αλλά να μην πάει ο Μομπούτου, χε-χε, όμως μόλις μαθεύτηκε πως ο Χαμπιαριμάνα απεδήμησε εις Κύριον, ο Μομπούτου φοβήθηκε πως ο Γκροσούβρ θα τον υποψιαζόταν για προδότη της γαλλοφωνίας που δεν ειδοποίησε τον Χαμπιαριμάνα, και θα τον διέβαλε στον Μιτεράν, κι' αλλοίμονο για τον Μομπούτου αν έχανε την γαλλική υποστήριξη, έσπευσε λοιπόν να καλύψει την γιγαντιαία γκάφα του με μιαν γιγαντωδέστερη. Τηλεφώνησε λοιπόν την ίδια στιγμή τα καθέκαστα στο Κιγκάλι, στο σόϊ της μαντάμ και τους είπε πως ο Γκροσούβρ του είχε κελαηδήσει το σχέδιο με τις ρουκέτες για να ειδοποιήσει τον μακαρίτη, αλλά πρόσθεσε και μια προσωπική νότα στα γεγονότα, δηλαδή είπε πως αυτός -ο Μομπούτου- είχε ειδοποιήσει με την σειρά του τον πρόεδρο, τον είχε εκλιπαρήσει να μην πάει στο Νταρ ες Σαλαάμ, αλλά αλλοίμονο! εκείνος δεν τον πίστεψε δυστυχώς, και πήγε. Το σόϊ της μαντάμ ενημέρωσε αμέσως τον χωροφύλακα, με τον οποίο είχε στενές σχέσεις από το ενενήντα, διότι ο χωροφύλακας ήταν άνθρωπος του στενού περιβάλλοντος του Μιτεράν, απόλυτης εμπιστοσύνης δηλαδή, και κάτι μήνες πριν την δολοφονία είχε πεταχτεί στο Κιγκάλι να μιλήσει με τους κουνιάδους του Χαμπιαριμάνα. Τους είχε ψήσει πως αν ο Καγκάμε είχε κατά νου να βγάλει από τη μέση τον προδότη τον γαμπρό τους, ε, λοιπόν τόσο το καλύτερο, γιατί στην περίπτωση αυτή ο λαός -οι χούτου δηλαδή- θα επαναστατούσαν όπως το πενηνταεννιά -ειδικά άμα τους τσιγκλάγανε λιγάκι- και θα καθάριζαν αυτή τη φορά οριστικά με τους τούτσι, και δικαίως αφού η ύπουλη αυτή ράτσα θα είχε δολοφονήσει τον πρόεδρό τους εν ψυχρώ. Στην περίπτωση μάλιστα που το FPR θα τολμούσε να ανακατευτεί ξανά στα εσωτερικά τους, τους διαβεβαίωσε πως εν τοιαύτη περιπτώσει, ο πρόεδρος Μιτεράν θα ήταν αποφασισμένος να στείλει την Λεγεώνα στην Ρουάντα, αυτή τη φορά για τα καλά, μαζί με αεροπλάνα και άρματα και ελικόπτερα, χε-χε, κι' έτσι θα τέλειωναν και με το FPR μια για πάντα, μ' έναν σμπάρο δυο τρυγόνια. Εκείνο που δεν ήξεραν όμως οι κουνιάδοι ήταν πως ο χωροφύλακας είχε στρατολογηθεί από την Εταιρία, κι' έτσι τόχαψαν το παραμύθι περί γαλλικής επεμβάσεως, κι' ο διοικητής της προεδρικής φρουράς -που φυσικά ήταν στο σόϊ της μαντάμ μέχρι κόκαλο- είπε στις περιπόλους του να κάνουν τα στραβά μάτια εκείνο το βράδυ, έτσι οι εκτελεστές -τρεις κομμάντος του FPR με βελγικές στολές κλεμμένες από το ξενοδοχείο Mille Collines- έφτασαν με το σκοτάδι σ' ένα ύψωμα έξω από την περίμετρο του αεροδρομίου, όπλισαν τις ρώσικες ρουκέτες -που δεν είχε φέρει ο χωροφύλακας, όπως πιστεύουν κάτι άγγλοι κολλεγιόπαιδες- και περίμεναν ήσυχα-ήσυχα την άφιξη του Φάλκον. Τον Γκροσούβρ τον καθάρισαν τις επόμενες ώρες, δουλειά του χωροφύλακα δηλαδή, μην συνεχίσει να ξερνάει κι' αλλού, ο ξεμωραμένος. Α! δεν σας είπα το πιο κωμικό, η χήρα ανέθεσε του χωροφύλακα να αποκαλύψει το σκοτεινό σχέδιο του Καγκάμε στην κοινή γνώμη, χε-χε, κι΄ ο χωροφύλακας εμφανίστηκε στην τηλεόραση και πράγματι κατήγγειλε για την δολοφονία το FPR, πράγμα που ήταν τεχνικώς ορθό, και είπε ακόμη πως τον Γκροσούβρ τον έφαγαν γιατί μαρτύρησε το σχέδιο με τις ρουκέτες, που ήταν επίσης αλήθεια, αλλά μετά έβγαλε το μαραφέτι με τα καλώδια, το κουνούσε μπροστά στην κάμερα, χε-χε, όμως το μαραφέτι ήταν ένα κομμάτι από τον αυτόματο πιλότο, αυτό μαθεύτηκε αμέσως από τους κατασκευαστές που βγήκαν με ανακοίνωση την επομένη, και βγήκε και η Ντασσώ και ανακοίνωσε πως τα Φάλκον της δεν έχουν καν μαύρο κουτί, ε ναί, ποιος να πιστέψει μετά τις τερατολογίες του χωροφύλακα, οι πληροφορίες είναι όπως τα μήλα, βάζετε ένα σάπιο στο πανέρι και σαπίζουν όλα, εν ολίγοις ο χωροφύλακας έκανε όλο αυτό το τσίρκο ώστε οι υποψίες να πέσουν στις γαλλικές υπηρεσίες που σας έλεγα, μεγαλοφυής κίνηση. Εν τω μεταξύ, οι κουνιάδοι είχαν βάλει μπροστά το μεγαλεπίβολο σχέδιο να απαλλαγούν απ' τους τούτσι, γεγονός που πυροδότησε την επέμβαση του FPR όπως ξέρουμε, και ο γαλλικός στρατός έφτασε όπως είχε υποσχεθεί ο χωροφύλακας, αν και με τρεις μήνες καθυστέρηση, γύρισαν εν τω μεταξύ οι τούτσι στην Ρουάντα κι' έδιωξαν τους χούτου, χε-χε, τι σας έλεγα; χτυπάς την μία μπάλα, χτυπάει την άλλη κι' αυτή την άλλη, χε-χε, μεγάλος μαιτρ ο χωροφύλακας...
-Πάντως, τι σημασία έχει αν είναι έτσι ή αλλοιώς; Μπορώ να σας ξεφουρνίσω τριάντα τέτοιες ιστορίες και τις αντίθετές τους σε όσες παραλλαγές θέλετε, πιθανόν ο Γκροσούβρ όντως να αυτοκτόνησε, ή να τον σκότωσαν για άλλους λόγους, ήταν μπερδεμένος και στις μεγαλοαπάτες του χρηματιστήριου, ξέρετε. Μπορεί και ο χωροφύλακας να μην είχε ιδέα για το σχέδιο με τις ρουκέτες, εκείνο το τηλεοπτικό σόου, χε-χε, να κοστολογήθηκε μερικά εκατομμύρια φράγκα στην τεθλιμμένη και αφελή πελάτιδά του. Κι' άλλωστε είναι πιθανόν το αεροπλάνο να το έριξαν οι εσκιμώοι, και πιθανόν ο Χαμπιαριμάνα να πίνει μαργαρίτες στο Ακαπούλκο, πρέπει να καταλάβετε, αγαπητέ, πραγματικότης δεν υπάρχει, η πραγματικότης είναι το φαίνεσθαι, η πραγματικότης είναι τα όνειρα και οι εφιάλτες μας, η πραγματικότης είναι η βεβαιότης ότι συνέβη ή δεν συνέβη ή πιθανώς ότι συνέβη κάτι, και τέλος πάντων, κάποιος πρέπει να την επινοεί συνεχώς αυτήν την βεβαιότητα, διότι η βεβαιότης αύριο θα είναι κάτι διαφορετικό, τι σημασία έχει, για τ' Όνομα του Υψίστου! Τι σημασία έχει ποιανού ήταν το σχέδιο με τις ρουκέτες και ποιος το διεκπεραίωσε, το θέμα είναι αλλού, το μπουρδέλο έπρεπε να μετακινηθεί, έπρεπε να βρεθεί τρόπος να κυλήσει από την Ρουάντα ως εδώ, στο Ζαΐρ, στο Κονγκό, στο Κιβού, στην μαύρη τρύπα με το κολτάνιο, οι μπάλες του μπιλιάρδου που σας έλεγα, δεν σας μιλώ για το αμερικανογαλλικό καυγαδάκι, δεν διαφωνώ, το αμερικανογαλλικό καυγαδάκι πρέπει να διευθετηθεί, δεν συμφέρει κανέναν, πρέπει να βρεθεί ένα modus vivendi τέλος πάντων, οι κινέζοι καιροφυλακτούν, βλέπετε τι συμβαίνει στο Νταρφούρ, το μπουρδέλο όμως είναι άλλο θέμα, το μπουρδέλο πρέπει να διαφυλαχθεί ως κόρη οφθαλμού, είναι μια δημιουργική αντίθεση, κρατάει τις τιμές του κολομβοτανταλίτη χαμηλά, εξοργίζομαι με τους αυτόκλητους, τους αλτρουιστές κι’ όλους αυτούς τους νάρκισσους που θέλουν να βάλουν εδώ πέρα κάποια τάξη, και ποιος τους είπε πως το μπουρδέλο δεν έχει τάξη, η ασφαλέστερη εφικτή σταθερότης είναι η διαρκής αποσταθεροποίηση...
-Σκηνοθετώ, αντιλαμβάνεστε; σκηνοθετώ, δεν είναι απλώς ίντριγκα, είναι η Τέχνη του Αμοιβαίου Φόβου, χρησιμοποιείστε το μυαλό σας, τι απαιτήσεις θα έχει αυτός ο άγριος αν αύριο -υποθετικώς πάντα- εξέλιπε το δέος του αντιπάλου αγρίου, αυτές οι συμμορίες που εκτρέφω, μονομάχοι στην αρένα της Υφηλίου, καλέ μου κύριε, σπέρνουν τα ζιζάνια και διατηρούν την ισορροπία... Τα παιδιά, τα παιδιά, δεν ξέρετε τι θαύματα μπορούν να κάνουν με τις χειροβομβίδες τα παιδιά, δεν σκέπτονται, δεν έχουν υπερεγώ, τα ζηλεύω, η πρωτόπλαστη ελευθερία στην φυσική της αφέλεια, τα ζηλεύω τα παιδιά, πεθαίνουν χωρίς να πάνε σχολείο, συνεχές σκασιαρχείο, τι ομορφιά! όλο σκανταλιές, θες να λιώσεις το κεφάλι σ’ ένα νεογέννητο; να γαμήσεις πεντάχρονη; ω! τα κομμένα κεφάλια στα παλούκια, καμία σημασία, είναι το laissez faire, laissez passer στην πιο καθαρή του μορφή, καλό, κακό, προσχήματα των αδυνάτων, πόλεμος και ασθένεια, ο έλεγχος των γεννήσεων στο χαμηλότερο κόστος…
-Φυσική επιλογή είναι η βούληση των ανωτέρων, χρειαζόμαστε ζωτικό χώρο, έχετε διαβάσει Μάλθους; Νίτσε; Δαρβίνο; ταράχτηκαν οι Φαρισσαίοι, ουαί! ουαί! λέγω υμίν, ταράχτηκαν από τον σκοπό χωρίς προσχήματα, από το κορμί χωρίς ηθική, από το σπέρμα το πατροκτόνο, ενοχλήθηκε η Εταιρία επειδή τα γράφω στο μπλόγκ, τι υποκριτές...
-Στείλαν εσένα…Ένας μπακαλόγατος να εισπράξει τον λογαριασμό…Στην θυσία μου η αλήθεια θα λάμψει, δεν υπάρχει αλήθεια, η αρμονία μου θα φωτίσει ένα Νέο Πολιτισμό…
Μου μίλαγε με την τσιριχτή φωνούλα του καθώς κοιτιόταν σ’ ένα καθρέφτη.
-Αν τον γυρίσω πάνω σου, το είδωλό μου θα δεις, εσύ είσαι κανένας. Η ευμάρειά σου, το λάϊφστάϊλ σου, το σέρφινγκ στο ίντερνετ, το πλεϊστέϊσιον για τα Χριστούγεννα, τα διαμαντένια σκουλαρίκια της γυναίκας σου, η πολεμική τεχνολογία και η Επιβίωση της Φυλής είμαι Εγώ, γενοκτονία και γενοκτονία συνεχώς, τι εννοούν μ' αυτό; Υφίστασαι γιατί Είμαι…
Έτσι παραληρώντας έβαλε μπροστά μου ένα πιάτο γλυκάδια με καφτερές πιπεριές.
-Σ’ άρεσαν; είπε μετά. «Είναι ανθρωπινά… η Φρίκη…Η Φρίκη…Ή την παίρνεις μαζί σου ή πάει εναντίον σου…Και επί Γης Ειρήνη…»
Την άλλη μέρα ο κοντός-φανέλα-με-το-εννιά μου έφερε το κεφάλι του σερβιρισμένο σε φύλλα μπανανιάς. Του είχαν γεμίσει το στόμα με την μαύρη λάσπη του κολτάνιου. Μ’ έβγαλαν βίντεο να το κρατάω με μια μασέτα ματωμένη στο άλλο χέρι και φόντο τα αρχικά κάποιας επινοημένης οργάνωσης. Δεν ήταν το δικό του αίμα, είχε ξεραθεί, σφάξαν μια κότα επί τούτου.
–Μην ανησυχείς για το βίντεο, μάλλον δεν θα το χρειαστούν ποτέ, είπε ο κοντός. "Αν, βέβαια, δεν αρχίσεις να διαδίδεις ανοησίες. Σ’ άρεσε το Κονγκό;"
Κύριο Κούρτζ νεκρός.
Τόξερε, τον είχαν ξεγράψει. Γι' αυτά που έλεγε, όχι γι' αυτά που έκανε.
Σε αντίθετη πορεία τώρα εγώ, κατέβαινα πάλι το ποτάμι, ξύπναγα από αλλεπάλληλους εφιάλτες, μπάμπουσκες με την μορφή του Γκροσούβρ, του χωροφύλακα, του Καγκάμε, του Χαμπιαριμάνα, της χήρας, η μια μέσα στην άλλη, δεν τέλειωναν, δώστου πάλι απ’ την αρχή, ξανάβγαιναν μ’ άλλη σειρά, ο Καγκάμε, ο χωροφύλακας, η χήρα, ο Γκροσούβρ, ο Χαμπιαριμάνα...
Συνένοχος τώρα, Ρουάντα, στην παιδική σου αγριότητα.
Κανένας