Ο Αιώνιος Παραθεριστής
Μοιάζει να μην είμαι πιά εγώ
απο καιρούς και συγγενείς λησμονημένος
τον ύπνο σφίγγοντας στίς χούφτες μου
μακάριος και βλάκας κι’ ευτυχής.
Απ’ τα παράθυρα μπαίνουν διάλεκτοι
μιάν ζυγαριάν ακριβείας στην Αμβέρσα
θρυμματίζοντας στο παιχνίδι τους
στις τιμές του κολομβίτη-τανταλίτη εξαπολύοντας
Κορίτσια Καράβια Καταρράκτες
το Καλοκαίρι...
Μαύρο κορίτσι από τη Βολισσό
Με ψάθινο καπέλλο, κεράσια δροσερά
Στ’ αυτάκι κρεμασμένα.
Δάκρυ μαστίχας και φύλλο λεμονιάς
Και νυχτολούλουδα σα βγεί το φεγγαράκι
Παν’ απ’ τούς λόφους χαμηλά
Μέχρι τη θάλασσα, γαλάζια μου πατρίδα
Νύχτα να φέγγεις στ’ ανοιχτά
Και στ’ άσπρο σου σεντόνι
Μαύρο κορίτσι τους νεκρούς
Κεντάς και ξημερώνει...
Του Άη Γιώργη να πας να παντρευτείς
Εκείνον τον ασίκη, τον μάγκα, τον ψηλό
Από τη Σενεγάλη
Κι’ ας είναι μαύρος, κι’ ας είναι και φτωχός
Κι’ ας έχει κι’ άλληνε, κι’ ας ειναι μουσουλμάνος
Δυό νύφες τούδωσ’ ο Θεός
Και χίλιες δυό ψυχές του φόρτωσε στη πλάτη
Κι’ ένα φαρδύ χαμόγελο
Τσιγάρα να κερνάει
Κι’ ο Θάνατος γαλήνεψε
Τα μπλόκα να περνάει.
Η Νήσος Ρουάντα ριζώνει στα βράχια.
Τα γεγονότα λύνοντας με βαθιές στο χρόνο ανάσες
Μηχανή καϊκιού πού βάζει μπροστά
τή μία στιγμή με πρίν και με ύστερα
φέρνει για πάντα…
Τους ελέφαντες κοίτα των πεύκων…
Κόμερε. Κόμερε Ρουάντα...
Και τους ρινόκερους των γύρω βουνών…
Κόμερε. Κόμερε Ρουάντα...
Τους ιπποπόταμους και τους υφάλους
Κόμερε. Κόμερε Ρουάντα...
Τους ελαιώνες των αστεριών…
Αγγέλοι σκορπάνε τριαντάφυλλα στη σοροκάδα
Κι’αρώματα οι μαρακούζες πρωί πρωί.
Που και που τα φύλλα κελαιδάνε σαν κρουνός από κοράλλια
Σαν καταρράκτης από κορίτσια κι’ από ευκάλυπτους
Κόμερε. Κόμερε Ρουάντα. Κόμερε Ρουάντα στον ουρανό...
Μπρός στά πιό μπλέ μας παράθυρα
Κόμερε. Κόμερε Ρουάντα...
Τρέχουν νερά, πιό γρήγορα, πιό γάργαρα
Κόμερε. Κόμερε Ρουάντα...
Πιό καθαρά της πιό βαθιάς μας Αφρικής.
Κόμερε…Κόμερε Ρουάντα…Κόμερε Ρουάντα... Κόμερε... Κόμερε...
Κανένας, ανήμερα του Πάσχα,
ΤΕΛΟΣ